τεκταίνομαι

Revision as of 09:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

S.Fr.867, etc.: fut.

   A τεκτᾰνοῦμαι Ar.Lys.674: aor. ἐτεκτηνάμην E.IT951, etc., Ep. τεκτήνατο Il.5.62:—prop. of a carpenter. frame, νῆας Il. l.c., cf. Ar.l.c.: abs., do joiners' work, as opp. to smiths' work, ἕτερος δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τ. Id.Pl.163; μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Pl.Lg.846e, cf. X.Mem.4.2.22; opp. πλάττω, Arist.GA730b30.    2 of other artificers, τ. χέλυν, h.Merc.25; τάφον Call.Jov.9; τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Pl.Ti.33b; ὁ τεκταινόμενος the maker, ib.28c.    3 metaph., devise, plan, contrive, esp. by craft or cunningly (cf. συντεκταίνομαι) , λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τ. fits and frames together, S.Fr.867; σιγῇ δ' ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ' they kept me from speech of them, E.IT 951; πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (sc. Cleon) Ar.Ach.660; τ. μαθήματα Pl.Sph.224d, cf. Ti.91a; ἐπέων κόσμον Democr.21, cf. Phld.Rh.2.49 S.    II later, Act. τεκταίνω in same senses, τ. κακά, δόλους, LXX Pr.14.22, 26.24; ἀργύριον ib.Ba.3.18: abs., ib.Ps.128(129).3; cf. A.R.2.381, 3.592, Luc.Jud.Voc.12, Hierocl. in CA 1p.421M., AP6. 80 (Agath.); ζῴδια τεκταίνοντα HeroAut.24.1: even Att. writers have the part. τεκταινόμενα in pass. sense, ταυτί μ' οὐκ ἐλάνθανε τ. τὰ πράγματ' Ar.Eq.462; τὰ ὕστερον τ. D.34.48.

German (Pape)

[Seite 1083] dep. med., eigtl. als Zimmermann arbeiten; gew. trans., aus Holz oder andern Stoffen zimmern, bauen, verfertigen; νῆάς τινι, Il. 5, 62; χέλυν, H. h. Merc. 25; ναῦς, Ar. Lys. 674; ἄγαλμα, Plat. Phaedr. 232 d; μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω, Legg. VIII, 846 e; καὶ πλάττειν, X, 889 a. – Uebertr., bes. Etwas listig anstellen, Ränke schmieden, listige Anschläge machen; μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, Il. 10, 19; ἐτεκτήνατο παιᾶνα, Ath. XV c. 52 (646 d); Soph. frg. 746; σιγῇ ἐτεκτήναντ' ἀποφθεγκτόν με, Eur. I. T. 951; τὸν τῆς ξυνουσίας ἔρωτα ἐτεκτήναντο θεοί, Plat. Tim. 91 a; στάσιν, Plut. Sull. 7. – Später auch act., Ap. Rh. 2, 379. 3, 592 u. in späterer Prosa, obwohl sich das pass. schon früher findet, wie Dem. 34, 48 den τοῖς ἐξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι gegenüberstellt τοῖς ὕστερον τεκταινομένοις.

Greek (Liddell-Scott)

τεκταίνομαι: μέλλ. τεκτᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 674· ἀόρ. ἐτεκτηνάμην Εὐρ., κλπ.· ἀποθ. Κυρίως ἐπὶ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ, κατασκευάζω, «φτε~ιάνω», νῆας Ἰλ. Ε. 62 (ἴδε ἐν λ. τέκτων)· - ἀπολ., κάμνω ἔργον ξυλουργοῦ, ἐργάζομαι ξύλα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον τοῦ χαλκέως, σιδηρουργοῦ, ἕτερος δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τεκτ. Ἀριστοφ. Πλ. 163· μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Πλάτ. Νόμ. 846Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22· ἀντίθετον τῷ πλάττω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 22, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων τεχνιτῶν ἢ δημιουργῶν, τ. χέλυν Ὕμ. Ὁμ. Ἑρμ. 25· τάφον Καλλ. εἰς Δία 8· - συχν. παρὰ Πλάτ.· τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Πλάτ. Τίμ. 33Α· ὁ τεκταινόμενος, ὁ ποιητής, ὁ κατασκευαστής, ὁ δημιουργός, αὐτόθι 28C. 3) μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, σχεδιάζω, μάλιστα μετὰ πανουργίας ἢ δεξιότητος, Λατ. struere ἢ machinari (πρβλ. συντεκταίνομαι), εὖ γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται, προσαρμόζει καὶ σχηματίζει ὁμοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 746· σιγῇ δ’ ἐτεκτήναντ’ ἀπρόσφθεγκτόν μ’, διὰ τῆς ἑαυτῶν σιγῆς μὲ ἐκώλυσαν νὰ λάβω μέρος εἰς τὴν ὁμιλίαν των, Εὐρ. Ι. Τ. 951· πᾶν ἐπ’ ἐμοὶ τεκταινέσθω (δηλ. ὁ Κλέων) Ἀριστοφάν. Ἀχ. 660· τ. μαθήματα Πλάτ. Σοφ. 224D, πρβλ. Τίμ. 91Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. τεκταίνω ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 361., Γ. 592, Ἀνθ. Π. 6. 80, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 12· ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. εὕρηται ἡ μετοχ. τεκταινόμενα ἐπὶ παθ. σημασίας, ταυτί μ’ οὐκ ἐλάνθανε τ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 462· τὰ ὕστερον τ. Δημ. 921. 22.

French (Bailly abrégé)

f. τεκτανοῦμαι, ao. ἐτεκτηνάμην;
1 intr. travailler le bois, être charpentier, ou qqf menuisier;
2 tr. construire ou fabriquer avec du bois, acc. ; en gén. en mauv. part machiner, comploter.
Étymologie: τέκτων.

English (Autenrieth)

(τέκτων), aor. τεκτήνατο, -αιτο: build, Il. 5.62; met., contrive, devise, Il. 10.19. (Il.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ τέκτων, -ονος]
σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν»)
μσν.-αρχ.
ενεργ. τεκταίνω
α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον τεκτήναντα», Τζέτζ.
β. «οικία τεκτήναντες», Απολλ. Ροδ.)
β) βυσσοδομώ (α. «εἷς δαίμων πολλὰς τεκταίνει φαυλότητας», Νείλ.
β. «ἐπὶ τὸν νῶτον μου ἐτέκταινον oἱ ἁμαρτωλοί», ΠΔ.)
αρχ.
1. (ειδικά για ξυλουργό, μαραγκό) κατασκευάζω, φτειάχνω (α. «τεκτήνατο νῆας», Ομ. Ιλ.
β. «μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω», Πλάτ.
γ. «τοῑς πλάττουσιν, οὐ τοῑς τεκταινομένοις», Αριστοτ.)
2. (γενικά) εργάζομαι με δεξιοτεχνία, φιλοτεχνώ («ἁμάξια καὶ λυχνίαι... καὶ τράπεζας τεκταινόμενοι», Πλούτ.)
3. (ιδίως σχετικά με πνευματικό έργο) επινοώ, δημιουργώ (α. «παιᾱνα... ἐτεκτήναντο», Αθήν.
β. «Ὅμηρος ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

τεκταίνομαι: μέλ. τεκτᾰνοῦμαι, αόρ. ἐτεκτηνάμην, Επικ. γʹ ενικ. τεκτήνατο·
I. 1. αποθ., λέγεται για ξυλουργό, κατασκευάζω, πλαισιώνω, φτιάχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., εκτελώ ξυλουργική εργασία, αντίθ. προς τη σιδηρουργική, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. λέγεται για άλλους τεχνίτες, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
3. μεταφ., επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω, ιδίως λέγεται για πανουργίες, Λατ. machinari, ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ', με εμπόδισαν να τους μιλήσω, σε Ευρ.· πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (ενν. ο Κλέωνας), σε Αριστοφ.
II. έπειτα βρίσκουμε το Ενεργ. τεκταίνω με την ίδια έννοια, σε Ανθ., Λουκ.· επίσης η μτχ. τεκταινόμενος, με Παθ. σημασία, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τεκταίνομαι: (fut. τεκτᾰνοῦμαι, aor. ἐτεκτηνάμην), редко τεκταίνω
1) плотничать Arph., Xen.: μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Plat. ни один кузнец не должен заниматься в то же время и плотничным ремеслом;
2) мастерить, делать, строить (νῆας Hom.; χέλυν HH; τὸν κόσμον Plat.): ὁ τεκταινόμενος Plut. мастер, творец τ. ἀπόφθεγκτόν τινα Eur. приводить кого-л. к молчанию;
3) устраивать, затевать (στάσιν Plut.): μῆτιν σύν τινι τ. Hom. устраивать с кем-л. совещание;
4) интриговать, строить козни (ἐπί τινι Arph.): τὰ τεκταινόμενα Arph., Dem. козни, интриги.

Middle Liddell

τεκταίνομαι, [Dep.]
I. of a carpenter, to make, work, frame, Il.:—absol. to do joiners' work, opp. to smiths' work, Ar., Xen.
2. of other artificers, Hhymn., Plat.
3. metaph. to devise, plan, contrive, esp. by craft, Lat. machinari, ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ' they kept me from speech of them, Eur.; πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (sc. Cleon) Ar.
II. later, Act. τεκταίνω, in same sense, Anth., Luc.; hence partic. pass. τεκταινόμενος, Ar., Dem.