λῆμμα

Revision as of 14:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, (λαμβάνω) A anything received, opp. δόμα, Antig. ap. Plu.2.182e; λ. καὶ ἀνάλωμα receipt and expense, Lys.32.20, Pl.Lg. 920c, Anaxandr.26; ἀνενεγκεῖν (ἐν- Pap.) ἐν λήμματι place to credit, PEleph.15.4 (iii B.C.), cf. BGU1346.2 (i B.C.), etc.: generally, gain, profit, D.5.12, etc.; λ. τι κέρδους Id.45.14; esp. of unjust gain, Din. 1.45; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, D.19.339; ὥσπερ ἂν τρυτάνη ἐπὶ τὸ λ. ῥέπειν Id.18.298; λ. λαβεῖν Id.21.28, 27.39: freq. in pl., S.Ant.313, D.8.25, etc.; τὰ λ. τοῦ ἀργυρίου Id.49.57; λημμάτων μετέχειν Id.58.40; τἀπὸ Θρᾴκης λ. ἕλκουσι δεῦρο Antiph.196. II in Logic, statement taken as true, assumption; esp. premiss in a syllogism, ἐπὶ λ. τῷ τοιούτῳ A.D.Synt.245.13; τὰ οἰκεῖα τῇ ἐπιστήμῃ λ. Arist.Top.101a14; λήμματα τιθέναι ib. 156a21, cf. Gell.9.16, Phld.Rh.1.9 S.; prop. the major premiss (the minor being πρόσληψις), Crinis Stoic.3.269; later, ἀποδεικτικὰ λήμματα παρασχεῖν offer scientific proofs, Gal.14.627. III matter, substance, or argument of a sentence, etc., opp. form or style (λέξις), D.H.Dem.20, Longin.15.10, etc.: hence, title or argument of an epigram, Lat. lemma, Mart.14.2; theme or thesis, Plin.Ep.4.27.3, Mart.10.59; nutricis lemmata, 'baby songs', Aus.Ep.12.90. IV in LXX, burden laid on one, commission received, esp. of prophecy, Na. 1.1, Je.23.33, al.; even, λῆμμα ἰδεῖν Hb.1.1, cf. La.2.14.

Greek (Liddell-Scott)

λῆμμα: τό, (λαμβάνω, εἴλημμαι) πᾶν τὸ λαμβανόμενον, εἰσόδημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 363, Ἀντίγ. παρὰ Πλουτ. 2. 182D· λ. καὶ ἀνάλωμα Λυσ. 905. 1, Πλάτ. Νόμ. 920C· καθόλου, κέρδος, ὠφέλεια, Λατ. lucrum, Σοφ. Ἀντ. 313, Δημ. 60. 4, κτλ· λ. τι κέρδους 1105. 24· κυρίως ἐπὶ ἀδίκου κέρδους, Δείναρχ. 96. 2· παντὸς ἥττων λήμματος, μὴ δυνάμενος νὰ ἀντιστῇ εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ κέρδους, Δημ. 450. 9· ἐν τῇ τρυπάνῃ ἐπὶ τὸ λ. ῥέπειν 325. 13· λῆμμα λαβεῖν 523. 25· συχνάκις ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., 96. 11, κτλ.· λήμματα λαβεῖν 825 ἐν τέλ.· τὰ λ. τοῦ ἀργυρίου 1201. 9· λημμάτων μετέχειν 1335. 5· τἀπὸ Θρᾴκης λ. ἕλκουσι δεῦρο Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 9. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον· ἐν τῇ λογικῇ ἡ μία τῶν δεδομένων προτάσεων τοῦ συλλογισμοῦ, παρὰ Κικέρωνι sumptio (Divin. 2. 53), λῆμμα τιθέναι Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 6., 8. 1, 8, Κλήμ. Ἀλ. 916, πρβλ. Γέλλ. 9. 16 κυρίως ἡ μείζων πρότασις (ἐπειδὴἐλάσσων λέγεται πρόσληψις), Διογ. Λ. 7. 76. ΙΙΙ. ἡ ὕλη ἢ οὐσία προτάσεως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕφος αὐτῆς (λέξις), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20, Λογγῖν. 15, κτλ.· ἐντεῦθεν ἡ ἐπιγραφὴ ἢ ὑπόθεσις ἐπιγράμματος, Λατ. lemma, Μαρτιᾶλ. 14. 2· θέμα τι πρὸς ἐξέτασιν, «thesis», Πλιν. Ἐπιστ. 4. 27· αὐτὸ τὸ ἐπίγραμμαποίημα, Πλίν. αὐτόθι, Μαρτ. 10. 59, Αὐσων. Ἐπιστ. 16. 90. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐντολὴ ἢ παραγγελία ἐπιβαλλομένη εἴς τινα, προφητικὸν ἔργον, προφητεία, π. χ. Ναοὺμ Α΄, 1, πρβλ. Ἱερεμ. ΚΓ΄, 33, ἔτι δὲ καί, λῆμμα ἰδεῖν Ἀββακοὺμ Α΄, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on prend ou reçoit ; profit, gain ; abs. recette.
Étymologie: R. Λαβ, v. λαμβάνω.

Greek Monolingual

το (AM λῆμμα)
1. καθετί που λαμβάνεται, κυρίως το κέρδος, η πρόσοδος, το εισόδημαλῆμμα καὶ ἀνάλωμα», Λυσ.)
2. (λογ.) η μια από τις δεδομένες προτάσεις του συλλογισμού και κυρίως η μείζων
νεοελλ.
1. (στη λεξικογραφία) ο αρχικός ή ο πιο συνήθης τύπος λέξης, στον οποίο υπάγονται και άλλοι τύποι της ίδιας λέξης και γενικά καθετί που μπορεί να γραφεί σχετικά με αυτόν
2. μαθ. αποδεδειγμένη πρόταση που λαμβάνεται ως αλήθεια και χρησιμεύει για απόδειξη άλλης, πιο σημαντικής πρότασης, η οποία ονομάζεται θεώρημα
αρχ.
1. ωφέλεια («οὐδὲν λῆμμ' ἂν οὐδεὶς ἔχοι πρὸς οἷς ἐγὼ πεπολίτευμαι», Δημοσθ.)
2. άδικο κέρδος («τἀπὸ Θράκης λήμματα ἕλκουσι δεῡρο», Αντιφάν.)
3. καθετί που συλλέγεται, που μαζεύεται
4. καθετί το εκλεκτό
5. η ουσία μιας πρότασης, σε αντιδιαστολή με το ύφος
6. επιγραφή ή υπόθεση επιγράμματος
7. θέμα για εξέταση
8. νανούρισμα
9. εντολή ή παραγγελία από προφητεία που δίνεται σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λήμ-μα < ληβ-μα < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

λῆμμα: -ατος, τό (εἴ-λημ-μαι, Παθ. παρακ. του λαμβάνω), καθετί που μπορεί κάποιος να λάβει, εισόδημα, κέρδος, πρόσοδος, σε Αισχύλ.· λῆμμα καὶ ἀνάλωμα, έσοδα και έξοδα, σε Πλάτ.· γενικά, κέρδος, ωφέλεια, Λατ. lucrum, σε Σοφ., κ.λπ.· παντὸς ἥττων λήμματος, αδύναμος να αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, σε Δημ.· συχνά στον πληθ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λῆμμα: ατος τό λαμβάνω
1) поступление, доход: λ. καὶ ἀνάλωμα Lys. приход и расход;
2) нажива, прибыль (αἰσχρὰ λήμματα Soph.): λ. τῆς λῃστείας Dem. нажитое грабежом, награбленное; λ. или λήμματα λαβεῖν Dem. получать прибыль;
3) получение (κέρδους Dem.);
4) лог. посылка (ἐκ τῶν λημμάτων συλλογισμὸν ποιεῖσθαι Arst.);
5) лог. большая посылка (λ. καὶ πρόσληψις Diog. L.);
6) (преимущ. у лат. авторов) содержание, заголовок, заглавие (преимущ. стихотворений) Anth., Mart., Plin. J.

Middle Liddell

λῆμμα, ατος, τό, εἴλημμαι, perf. pass. of λαμβάνω
anything received, income, Aesch.; λ. καὶ ἀνάλωμα receipt and expense, Plat.: generally, gain, profit, Lat. lucrum, Soph., etc.; παντὸς ἥττων λήμματος unable to resist any temptation of gain, Dem.; often in pl., Dem.

English (Woodhouse)

benefit, gain, profit, revenue, receipts