μεν

Revision as of 14:18, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Greek Monolingual

(ΑM μέν)
(ως αντιθετικός και εναντιωματικός σύνδ.) δεν τίθεται ποτέ στην αρχή προτάσεως, αλλά κανονικά μετά τη λέξη στην οποία υπάρχει ή νοείται αντίθεση και ακολουθείται από τον σύνδεσμο δε, συνήθως για να δηλώσει αντίθεση, πολλές φορές όμως και χωρίς να υπάρχει πραγματική αντίθεση, στις προτάσεις (α. «παῑδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν. β. «Ξέρξης μὲν ἄγαγεν..., Ξέρξης δ' ἀπώλεσεν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. πολλές φορές αντί του δε υπάρχει το όμως ή το αλλά («εγώ μεν πήγα, εκείνος όμως δεν ήλθε»)
2. φρ. α) «και ο μεν και ο δε» — και αυτός και εκείνος, και ο ένας και ο άλλος
β) «αφ' ενός μεν» — από τη μια πλευρά
αρχ.
(ως μόριο)
1. (χρησιμοποιείται για να εκφράσει βεβαιότητα από την πλευρά του ομιλητή ή του συγγραφέα) αληθινά, πράγματι (α. «ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι», Πλάτ.
β. «ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος», Ομ. Ιλ.)
2. ως βεβαιωτικό επίσης συνοδεύεται από διάφορα άλλα μόρια, τα οποία διατηρούν τη δύναμη και τη σημασία τους, όπως: α) «μὲν ῥα», «μὲν ἄρα» — όπως είναι φυσικό, επομένως
β) «μὲν γάρ», «μὲν γὰρ δή», «μὲν γὰρ τι» — βεβαίως, διότι βεβαίως
γ) «μέν γε» — βεβαίως, δηλαδή
δ) «μέν δή»
i) για δήλωση θετικής βεβαιότητας αυτού που ομιλεί ή που γράφει
ii) σε συμπεράσματα ή σε συμπερασματικές εκφράσεις
iii) σε αποκρίσεις για δήλωση πλήρους συγκατάνευσης
ε) «οὖ μὲν δή» ή «οὐ μὲν δή γε» — με κανέναν τρόπο, καθόλου
στ) «μὲν οὖν» με ακολουθία του δε
σε συχνή χρήση, ενώ καθένα από τα μόρια διατηρεί τη δική του δύναμη
3. σε συνεκφορά με άλλα μόρια, τα οποία δεν διατηρούν τη σημασία τους, αλλά σχηματίζουν νέα έννοια, όπως: α) «μέν γε» — τουλάχιστον, οπωσδήποτε
β) «μὲν οὖν» και «μενοῦν » και, ιων. τ. «μὲν νῡν»
i) εκτεταμένος τύπος του οὖν
ii) σε απαντήσεις, για ισχυρότερη βεβαίωση της ερώτησης με διόρθωση και συμπλήρωσή της
iii) (σε απαντήσεις, για έκφραση ισχυρής βεβαίωσης) μάλιστα
γ) «μενοῦν » και «μενοῦν

γε»
(στην αρχή πρότασης) πράγματι, ναι, μάλιστα
δ) «μέν τοι» και «μέντοι»
i) σε απαγόρευση
ii) όμως, αλλά όμως
iii) (σε έντονη διαμαρτυρία) βεβαίως
iv) (σε έντονη και οριστική βεβαίωση) ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά
ν) με άρνηση, για εκφορά ερώτησης με έμφαση
vi) σε έκφραση ανυπομονησίας
νii) με προστακτική, για ενίσχυση και εντονότερη έκφραση της προσταγής
viii) «καί... μέντοι»
(σε διηγήσεις, όταν προστίθεται κάτι άξιο λόγου) και λοιπόν, και βέβαια, και που λες
ix) στον συνδυασμό «γε μέντοι», το γε ανήκει στην προηγούμενη λέξη
x) «αλλά μέντοι» — αλλά αληθινά, αλλά πράγματι
xi) στην κράση «μεντἄν» (μέντοι ἂν) καθεμιά από τις λέξεις διατηρεί τη δύναμη και τη σημασία της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μήν (Ι)].