ἀστός

Revision as of 09:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ὁ, (ἄστυ) A townsman, citizen, Il.11.242, Od.13.192, etc.; dist. from πολίτης, ἀστός being one who has civil rights only, πολίτης one who has political rights also, Arist.Pol.1278a34; ἀ. πικρὸς πολίταις E. Med.223; οἱ ἀ. the commons, opp. οἱ ἀγαθοί, Pi.P.3.71, cf. Isoc.3.21; opp. ξένος, Pi.O.7.90, Hdt.2.160, 3.8; esp. at Athens, Lys.6.17, Pl. Ap.30a, Isoc. l.c., cf. S.OT817, OC13, etc.; opp. μέτοικος, ξένος, Pl. R.563a; in Egypt, citizen of Alexandria (cf. ἄστυ 11.3), PGnom.38, al. —Fem. ἀστή, q. v., but Ἀστός fem. as epithet of Κόρη, IG12(5).225 (Paros, v B. C.). (ϝασστός and ϝαστός, IG9(1).333.14 (Locr., v B. C.), 9(2).1226 (Phalanna, v B.C.).)

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, Städter, Bürger, Mitbürger, bei Dichtern u. in Prosa; Hom. Iliad. 11, 242 Od. 13, 192; Ggstz ξένος Soph. El. 963 u. öfter, wie Plat. Apol. 30 a; Ggstz μέτοικος Rep. VIII, 563 a. Bei den Athenern, der in der Stadt selbst Geborene, von πολίτης im weitern Sinne unterschieden, Dem. 57, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστός: ὁ, (ἄστυ) κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης, ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ πολίτης, καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν εἶναι ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ πολίτης εἶναι ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ λαός, ὁ κοινὸς λαός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ξένος, ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέτοικος, Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. ἀστή, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 habitant d’une ville, citadin;
2 à Athènes citoyen originaire d’Athènes.
Étymologie: ἄστυ.

English (Autenrieth)

(ἄστυ): citizen, pl., Il. 11.242 and Od. 13.192.

English (Slater)

ἀστός (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς)
   1 (fellow)citizen ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν the people of Kamarina (O. 5.14) ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων (O. 7.90) οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.2) ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν (P. 1.68) ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει (P. 1.84) ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.82) βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς (P. 3.71) ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός (P. 4.78) ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas (P. 4.297) πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians (P. 7.10) οὕνεκεν εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93) πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans (N. 8.14) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) (N. 8.38) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (N. 11.17) αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (I. 2.37) ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (I. 4.61) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) (I. 7.29) λ]αὸν ἀστῶν (Pae. 2.48) ]ἀστοῖσι τε[ (Pae. 10.13) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): Ϝασστός IG 92(1).717.14 (Lócride V a.C.), 9(2).1226 (Falana V a.C.); Ϝαστός IG 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.)
1 ciudadano, conciudadano ἀστοῖσιν ἀρήγων Il.11.242, ἀστοί τε φίλοι τε Od.13.192, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτιστα A.Eu.487, βαρεῖα δ' ἀστῶν φάτις σὺν κότῳ grave cosa es la voz de los ciudadanos con ira A.A.456, ἀστοῖσι προσηνής Anacr.9.2, ὦ πάντες ἀστοί Ar.Ec.834, Lys.638, παιδάριον ἀστός D.53.16, cf. Xenoph.2.6, A.Supp.964, Hdt.6.15, Th.6.15, Plb.4.31.6, SB 9830.10 (I d.C.), PWisc.2.33 (III d.C.), Πάλλαδος ἀστοί ciudadanos de Palas e.d. de Atenas A.Eu.1045
como epít. de Core IG 12(5).225 (Paros V a.C.)
op. ξένος Pi.O.7.90, μανθάνειν γὰρ ἥκομεν ξένοι πρὸς ἀστῶν S.OC 13, cf. OT 817, Hdt.2.160, 3.80, Th.2.34, Pl.Ap.30a, Grg.515a, Lys.6.17, D.57.24, IG 5(2).3.11 (Tegea IV a.C.), Aen.Tact.10.5, IEphesos 1625A.5 (III/II a.C.)
op. μέτοικος, ξένος: μέτοικον δὲ ἀστῷ καὶ ἀστὸν μετοίκῳ ἐξισοῦσθαι, καὶ ξένον ὡσαύτως y el meteco se iguala al ciudadano y el ciudadano al meteco y el forastero ni más ni menos Pl.R.563a, cf. Aen.Tact.10.8
junto a πολίτης como ciudadano que sólo tiene derechos civiles y no políticos, Arist.Pol.1278a34, οὐδ' ἀστὸν ᾔνεσ' ὅστις ... πικρὸς πολίταις E.Med.223
en gener. habitante de c. gen. ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθόνος E.IT 1422, ἀ. ἀρούρης Nonn.D.13.521, ἀ. ἐρίπνης Nonn.D.14.85
en Egipto ciudadano de Alejandría, PGnom.9 (II d.C.)
adj. ἀνὴρ ἀστός Hdt.1.173.
2 en plu. el pueblo llano op. οἱ ἀγαθοί Pi.P.3.71; cf. ἀστή.

Greek Monolingual

ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή)
1. ο κάτοικος της πόλης
νεοελλ.
1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη
2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος
αρχ.
1. ο αυτόχθων, ο γηγενής
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀστοί
οι απλοί πολίτες, σε αντίθεση με τους αγαθούς και τους μετοίκους
3. ἡ Άστός
επίθετο της Περσεφόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αστός, που μαρτυρείται πιθ. στη Μυκηναϊκή από τον τ. wa-to, προήλθε από Fαστός (με σίγηση του αρχικού F) < FαστF-ος (με αποβολή του δευτέρου F πιθ. λόγω ανομοιώσεως) < Fάστυ (πρβλ. ομηρ. (F)αστός, λοκρ., θεσσαλ. Fασ(σ)τός, αρκαδ. Fαστός). Η λ. στην αρχαία εποχή χρησιμοποιήθηκε κατ' αντιδιαστολή προς τα ξένος, μέτοικος, καθώς επίσης προς διάκριση από το πολίτης για να δηλώσει αυτόν που έχει αστικά δικαιώματα, όχι όμως και πολιτικά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αστισμός
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αστοκρατία, μικροαστός, μεγαλοαστός. Ο τ. αστός χρησιμοποιήθηκε επίσης και κατά τη σύνθεση κυρίων ονομάτων: Ασταγόρας, Άστιππος, Αστοβούλα, Αστοκλέας, Αστοκράτεις, Αστόμαχος, Ασστομείδεις, Ασστόφιλος, Αστόνοος, Αστόξενος, Αριαστίς, Βουλαστίδης].

Greek Monotonic

ἀστός: ὁ (ἄστυ), κάτοικος της πόλης, αστός, πολίτης, σε Όμηρ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστός:
1) горожанин, гражданин Hom., Eur., Soph., Her., Lys., Plat.;
2) (в Афинах) житель города (в отличие от πολίτης, пользовавшийся только гражданскими, но не политическими правами) (ἐξ ἀστῶν πολίτας ποιεῖν Arst.).

Frisk Etymological English

See also: ἄστυ

Middle Liddell

ἄστυ
a townsman, citizen, Hom., attic

Frisk Etymology German

ἀστός: {astós}
See also: s. ἄστυ.
Page 1,171

English (Woodhouse)

citizen