συμβόλαιον
English (LSJ)
τό,= σύμβολον, A mark, sign, token, Hdt.5.92.ή, Parth. 3.2: pl., symptoms, S.Ph.884. II in Law, contract, covenant, bond, in acknowledgement of a loan (v. συμβάλλω 1.6), συμβολαίου λαχεῖν (sc. δίκην) obtain leave to bring an action for enforcing a contract, Lys.17.3; οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι D.34.3; συμβολαίου οὐκ ὄντος . . οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου no bond with security either on bottomry or on land, Id.33.3, cf. SIG742.50 (Ephesus, i B.C.); ἀπώλλυτο καὶ τῷ πατρὶ τὸ σ. his loan would have been lost, D.49.2; ποιεῖσθαι τὸ σ. Arist.Rh.Al.1431a17, etc.; of a receipt, BGU 1047 ii 3: mostly in plural, τὰ πρὸς ἀλλήλους σ. Pl.Plt.295a; σ. ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλουσιν Id.R.425c; ἀνδρὶ . . συμμείξαντι σ. μετρίως Id.Lg.958c; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν σ. bonds for money lent on freights to and from Athens, D.32.1; τὰ σ. διαλύειν Arist. Pol.127a10, cf. IG12.16.7, 116.18, al.; τὰ σ. καὶ τὰ ἄλλα νομίσματα Phld.Rh.1.233 S.; δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μετέωρα σ. pending suits for enforcing contracts, Supp.Epigr.1.363.9, al. (Samos, iii B.C.), cf. SIG344.24 (Teos, iv B.C.); τὰς δίκας εἶναι τῶν συμβολαίων D.32.1, cf. Arist.Pol.1275b9; ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων the opposite party in such a suit, Is.5.33; συμβόλαια ἀποστερεῖν fail in payment of money lent on such bond, Isoc.12.243, D.32.7; πράξεις συμβολαίων exaction of such moneys, And.1.88; μικρῶν ἕνεκα σ. for paltry sums so lent, Lys.12.98: more generally, τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου σ., i.e. the engagements of life, common civil rights, D.18.210; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν σ. Arist.Pol.1300b12; ἀναγραφὴ τῶν σ. Thphr.Fr.97.2; ἐὰν μή τις ἄγῃ πρὸς ἴδιον σ. ἐγκαλῶν τι αὐτῷ SIG494.8 (Delph., iii B.C.). 2 generally, engagement, E.Ion 411; τὰ ἄλλα σ. other transactions (than wills), Is.4.12, cf. Isoc.20.16, Pl.Lg.913a; of the relation between ward and guardian, ib.922a; τὰ ἑκούσια σ. Id.R.556b, Arist. EN1164b13. III intercourse, ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Plu.Alex.30, cf. Ant.25.
German (Pape)
[Seite 978] τό, wie σύμβολον, Zeichen, aus dem man Etwas schließt, Anzeichen, Merkmal, ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο, Soph. Phil. 872; ἃ νῷν συμβόλαια πρόσθεν ἦν, Eur. Ion 411; Her. 5, 92, 7; – bes. Handelsverkehr, Handelsgeschäft, u. die daraus entspringenden Verpflichtungen, Eontraete u. dgl., τῶν πρὸς ἀλλήλους συμβολαίων, Plat. Polit. 294 e; Soph. 225 b; ἰόντα εἰς τὰ συμβόλαια, Legg. I, 649 e; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα, V, 738 a; δικαιοσύνη ἡ ἐν συμβολαίοις, Xen. Hier. 9, 6; συμβολαίου λαχεῖν τινα, Jem. wegen eines Contractes vor Gericht belangen, Lys. 17, 3; περὶ ἰδίων συμβολαίων ἀγωνιζόμενοι, 30, 8; ἀντίδικος ἐξ ἑτέρων συμβολαίων, Is. 5, 33; vgl. Andoc. 1, 88; Lys. 3, 26; bei Dem. 18, 210 cutsprechen τὰ τοῦ καθ' ἡμέραν βίου συμβόλαια den ἴδιαι δίκαι; πρὸς τὰ ξυμβόλαια, Handelsverkehr, Isocr. 2, 22; auch ausgeliehenes Geld, συμβόλαιον εἰς ἀνδράποδα συμβεβλημένον, Dem. 27, 27; τὰ Ἀθήναζε καὶ Ἀθήνηθεν συμβόλαια, 32, 1, welche Rede, wie die 33., über dergleichen handelt; vgl. ib. §. 3, ὅσα ἐμοὶ καὶ τούτῳ ἐγένετο συμβόλαια, u. ἄλλου συμβολαίου οὐκ ὄντος ἐμοὶ πρὸς αὐτόν, u. συμβόλαιον συμβάλλειν τινί, 34, 1; συμβολαίων ἀποστερεῖν, um geliehenes Geld betrügen, D. Hal. 5, 66; ἀπώλλυ το τῷ πατρὶ τὸ συμβόλαιον, Dem. 49, 2, meinem Vater war die Schuldforderung verloren, er büßte sein Darlehn ein; συμβόλαια ἰδιωτικά, Privatvertrag, Pol. 20, 6, 1; περὶ συμβολαίων ἀμφισβητοῦντες, 26, 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
συμβόλαιον: τό, ὡς τὸ σύμβολον, σημεῖον ἐξ οὗ τις συμπεραίνει τι, τεκμήριον, μαρτυρία, Ἡρόδ. 5. 92, 7· σύμπτωμα, Σοφ. Φιλ. 884 ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, συμβόλαιον, ὁμόλογον εἰς ἀναγνώρισιν ὀφειλῆς ἢ δανείου, «χρεωστικὸν» (ἴδε συμβάλλω Ι. 6), συμβολαίου λαγχάνω (ἐξυπ. δίκην), λαμβάνω τὴν ἄδειαν νὰ κινήσω ἀγωγὴν ὅπως ἐπιβάλω τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, Λυσ. 148. 21· οὐ τὸ παράπαν σ. ἐξαρνοῦνται μὴ γενέσθαι Δημ. 907, ἐν τέλ.· συμβολαίου... οὔτε ναυτικοῦ οὔτε ἐγγείου, ὁμόλογον ἄνευ ἐνεχύρου εἴτε πλοίου εἴτε κτήματος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 893. 14· ἀπώλλυτο ἂν τῷ πατρὶ τὸ σ., τὸ δάνειόν του ἤθελεν ἀπολεσθῇ, ὁ αὐτ. 1185. 11· ποιεῖσθαι τὸ σ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 14, 2· ― ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον συμβολαίου, τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβ. Πλάτ. Πολιτ. 294Ε ὁ ἃ πρὸς ἀλλήλους συμβάλλομεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425C· σ. συμμῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 958C τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβ., ὁμόλογον διὰ χρήματα δανεισθέντα ἐπὶ ἐνεχύρῳ τῶν φορτίων τῶν εἰς Ἀθήνας φερομένων καὶ τῶν ἐξ Ἀθηνῶν ἐξαγομένων, Δημ. 822. 6· τὰ σ. διαλύειν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 2· ― τὰ χρήματα ταῦτα ἠδύνατό τις νὰ λάβῃ ὀπίσω δι’ ἀγωγῆς, αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι Δημ. 882. 6, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 1, 10 ἀντίδικος ἐκ συμβολαίων, ὁ ἀντίδικος ἐν τοιαύτῃ δίκῃ, Ἰσαῖ. 54. 16· συμβόλαια ἀποστερεῖν, ἀποστερεῖν τὴν ἀπότισιν τῶν δανεισθέντων διὰ συμβολαίου χρημάτων, Ἰσοκρ. 283D, Δημ. 884. 9· πράξεις συμβολαίων, εἰσπράξεις τοιούτων δανείων, Ἀνδοκ. 12. 8· μικρῶν ἕνεκα σ., ἕνεκα μικρῶν δανείων, Λυσί. 129. 24· τὰ τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου συμβ., δηλ. αἱ ὑποχρεώσεις τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου, κοινωνικά, ἢ κοινὰ πολιτικὰ δικαιώματα, Δημ. 298. 3· τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν σ. Ἀριστοτέλ. Πολιτικ. 4. 15, 22. ― Πρβλ. συγγραφή, συνάλλαγμα, συνθήκη. 2) καθόλου, συμφωνία, ὑποχρέωσις, ὦ πότνια Φοίβου μῆτερ, εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅτε νῷν συμβόλαια πρόσθεν ἦν ἐς παῖδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα Εὐρ. Ἰων 411. ΙΙΙ. «συνάλλαγμα, κοινωνία» (Κοραῆς), τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῖκα μέχρι τιμῆς τοσαύτης συμβόλαιον; Πλουτ. Ἀλέξ. 30 (ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ), πρβλ. Ἀντών. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 484, 485.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. signe de convention, de reconnaissance ; symptôme;
II. convention, particul. :
1 convention écrite, contrat ; en gén. engagement pour affaires d’intérêt public;
2 relations avec une femme.
Étymologie: συμβολή.
Greek Monolingual
το, ΜΑ
βλ. συμβόλαιο.
Greek Monotonic
συμβόλαιον: τό,
I. όπως το σύμβολον, χαρακτηριστικό σημάδι ή σημείο από το οποίο συμπεραίνει κάποιος, τεκμήριο, μαρτυρία, σε Ηρόδ.· σύμπτωμα, σε Σοφ.
II. 1. στην Αθήνα, συμβόλαιο, σύμβαση, ομόλογο, γραμμάτιο που εκδίδεται σε αναγνώριση δανείου ή χρηματικής οφειλής, σε Ρήτ.· στον πληθ., για ένα και μόνο συμβόλαιο, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβόλαια, ομόλογο χρηματικού δανείου με ενέχυρο φορτία που εισάγονται στην Αθήνα, καθώς και φορτία που εξάγονται απ' αυτήν, σε Δημ.
2. γενικά, υποχρέωση, δέσμευση, σε Ευρ.
III. συναναστροφή, σχέση, ερωτική πράξη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμβόλαιον: τό
1) признак, довод: σ. πιστόν Her. достоверный признак; τὰ οὐκέτ᾽ ὄντος συμβόλαια Soph. симптомы близкой кончины;
2) преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательство: τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. взаимные обязательства; συμβολαίου λαχεῖν τινα (sc. δίκην) Lys. предъявить кому-л. иск в связи с контрактом; μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. без заключения какого-л. договора;
3) долговое обязательство: σ. ἔγγειον Dem. заем под земельное обеспечение; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ᾽ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин; οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов;
4) pl. сношения, дела: τὰ τοῦ καθ᾽ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. повседневные деловые отношения; τὰ περὶ τὴν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. рыночные операции;
5) связь, отношение (ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβόλαιον -ου, τό, Att. ook ξυμβόλαιον [σύμβολον] teken; Hdt. 5.92.η.3; van de symptomen van een aandoening. Soph. Ph. 884. omgang, relatie, betrekking; jur. en economisch zakelijke betrekking, concreet overeenkomst, transactie, contract, m. n. voor een lening:. τὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια onderlinge transacties Plat. Plt. 295a; συμβόλαια κατ’ ἀγοράν op de agora verrichte transacties Plat. Resp. 425c; συμμειγνύναι συμβόλαια μετρίως op redelijke wijze zakelijke overeenkomsten sluiten Plat. Lg. 958c; συμβόλαια διαλύειν contracten ontbinden Aristot. Pol. 1276a10; πράξεις συμβολαίων vorderingen van contracten (d.w.z. van bij contracten verschuldigd geld) And. 1.88.
Middle Liddell
συμβόλαιον, ου, τό,
I. like σύμβολον, a mark or sign to conclude from, a token, Hdt.: a symptom, Soph.
II. at Athens, a contract, covenant, bond, in acknowledgment of a loan, Oratt.; in plural, of a single contract, Plat., etc.; τὰ Ἀθήναζε καὶ τὰ Ἀθήνηθεν συμβ. a bond for money lent on freights to and from Athens, Dem.
2. generally, an engagement, Eur.
III. intercourse, Plut.
English (Woodhouse)
bond, business transaction, written agreement, agreement, covenant