αἴγλη

Revision as of 19:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ἡ, A the light of the sun or moon, Od.4.45, etc.:—of the radiance of Olympus, λευκὴ αἴ. 6.45, cf. S.Ant.610 (lyr.); εἰς αἴγλαν μολεῖν to come to daylight, i.e. to be born, Pi.N.1.35; φοιβὰν ὑπαὶ χειμῶνος αἴ., of sunshine on edge of storm-cloud, B.12.140; of dream light in sleep, S.Ph.831 (lyr.). 2 generally, radiance, gleam, ἀπὸ χαλκοῦ αἴ. Il.2.458; τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴ. the gleam of her torches, S.OT207 (lyr.); μέλαιναν αἴ., of dying embers, E.Tr.549 (lyr.). 3 metaph., splendour, glory, αἴ. ποδῶν, of swiftness, Pi.O.13.36; διόσδοτος αἴ. Id.P.8.96. II of shining objects, as a bracelet, S.Fr.594; fetter, Epich.20.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 éclat du soleil ; lumière du jour;
2 éclat, lueur en gén. ; αἱ αἶγλαι torches ou flambeaux allumés ; fig. sérénité.
Étymologie: pour *ἀγίλη feu ; cf. lat. ignis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἴγλη -ης, ἡ, Dor. αἴγλα, glans, gloed, stralend licht; overdr. roem.

Russian (Dvoretsky)

αἴγλη: дор. αἴγλα
1) блеск, сияние (ἠελίου, χαλκοῦ Hom.; Ὀλύμπου Soph.): πυρὸς μέλαινα αἴ. Eur. блеск догорающего огня;
2) дневной свет, сияние Hom., Soph.: εἰς αἴγλαν μολεῖν Pind. прийти на свет, родиться;
3) факел (αἱ πυρφόροι αἶγλαι Soph.);
4) перен. блеск, слава (ἀέθλων Πυθίων Pind.).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: gleam, radiance (Il.)
Derivatives: αἰγλήεις id. (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The connection with Skt. éjati to move, tremble (cf. αἰγανέη), e.g. Thumb IF I4, 343f. is rightly rejected by DELG. - The epithets Ἀπόλλων Ἀσγελάτας (Anaphe) and Ἀπόλλων Αἰγλάτας (Anaphe, Thera) are often compared, but I think they are unrelated. It is impossible to explain the form of a normal noun from a word showing a variation αἰγλ- / ἀσγ(ε)λ-; this variation looks very much like those of Pre-Greek words, and the epithet, of which the meaning is unknown, may well be of Pre-Greek origin; but there is no evidence that the noun is of the same origin. The noun may be of Pre-Greek origin - it has no etymology - but that must not be the same oigin as the epithet. For the epithet see with the names.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: ring (glosses).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The connection with Skt. éjati to move, tremble (cf. αἰγανέη), e.g. Thumb IF I4, 343f. is rightly rejected by DELG. - The epithets Ἀπόλλων Ἀσγελάτας (Anaphe) and Ἀπόλλων Αἰγλάτας (Anaphe, Thera) are often compared, but I think they are unrelated. It is impossible to explain the form of a normal noun from a word showing a variation αἰγλ- / ἀσγ(ε)λ-; this variation looks very much like those of Pre-Greek words, and the epithet, of which the meaning is unknown, may well be of Pre-Greek origin; but there is no evidence that the noun is of the same origin. The noun may be of Pre-Greek origin - it has no etymology - but that must not be the same origin as the epithet. For the epithet see with the names.

Middle Liddell


1. the light of the sun, radiance, Od.:—then simply daylight, λευκὴ αἴγλη Od.; εἰς αἴγλαν μολεῖν, i. e. to be born, Pind
2. any dazzling light, lustre, gleam, χαλκοῦ Il.

English (Autenrieth)

radiance, gleam; of daylight, Od. 6.45; of sun and moon; of weapons, Il. 2.458.

Greek Monotonic

αἴγλη: ἡ,
1. φως ήλιου, ακτινοβολία, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα απλώς το φως της ημέρας· λευκὴ αἴγλη, στο ίδ.· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ.
2. κάθε είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα, ακτινοβολία· αἴγλη χαλκοῦ, η λάμψη του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

αἴγλη: ἡ, κυρίως τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, λαμπηδών, Ὀδ. Δ. 45, κτλ.· ἀκολούθως, ἁπλῶς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας· λευκὴ αἴγλη, Ὁδ. Ζ. 45· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ἐλθεῖν εἰς τὸ φῶς, ὃ ἐ. γεννηθῆναι, Πινδ. Ν. 1. 55· Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Σοφ. Ἀντ. 610 (λυρ.): - Περὶ τοῦ Σοφ. Φ. 831 (λυρ.) ἴδε ἐν λέξ. ἀντέχω, Ι. 2) πᾶσα περιαστράπτουσα στιλπνότηςλάμψις, αἴγλη χαλκοῦ, ἡ λάμψις τοῦ ἐνστιλπνωμένου χαλκοῦ, Ἰλ. Β. 458· τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, τὰς λάμψεις τῶν πυρσῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Τ. 208 (λυρ.)· μέλαιναν αἴγλαν, τὴν μετὰ καπνοῦ λάμψιν, τὴν ἐκπεμπομένην ἐκ σβεννυομένης πλέον πυρκαϊᾶς, Εὐρ. Τρῳ. 549· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου atro lumine taedas Aen. 7, 456. 3) μεταφ. λαμπρότης, δόξα· αἴγλη ποδῶν ἐπὶ ταχύτητος, Πινδ. Ο. 13, 49· διόσδοτος αἴγλα, ὁ αὐτ. Π. 8. 136. II. ὁ Ἡσυχ. ἀναφέρει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 524) ὡς = χλιδών, ψέλλιον· καὶ ἐκ τοῦ Ἐπιχ. ὡς πέδη, δεσμός. Ἐν τοῖς Α. Β. 354, φέρονται καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τῆς λέξεως ταύτης: «Αἴγλη, λαμπηδών, αὐγή, φέγγος, φῶς, καὶ ἡ θυσία δὲ ἡ ὑπὲρ τοῦ κατακλυσμοῦ εἰς Δελφοὺς ἀπαγομένη αἴγλη ἐκαλεῖτο, καὶ ποπάνου τι εἶδος, ἐν ᾧ διεπλάσσετο εἴδωλα, καὶ βόλος φαῦλος, κυβευτικὸς αἴγλη ἐκαλεῖτο, ἀλλὰ καὶ ἡ σελήνη καὶ τοῦ ζυγοῦ τὸ περίμεσον, καὶ παιδιά τις ἐκαλεῖτο αἴγλη, καὶ ὁ Ἀσκληπιός, καὶ χλιδὼν δέ τις οὕτως ἐκαλεῖτο· ἔνιοι δέ φασι σημαίνειν καὶ τὸν περιπόδιον κόσμον ἢ τὸν ἀμφιδέα, ἢ ἁπλῶς ψέλλιον· σημαίνει δὲ καὶ τὴν πέδην ἡ αἴγλη, ὡς παρ’’Επιχάρμῳ.»

Frisk Etymology German

αἴγλη: 1.
{aíglē}
Grammar: f.
Meaning: Glanz (ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: αἰγλήεις glänzend (ep. poet.), αἰγλάτας, -ήτης Beiname des Apollon (Inschr. Anaphe, Thera; A. R.); αἰγλάζω glänzen (Man.).
Etymology: Von Bechtel Üb. die Bezeichnungen der sinnl. Wahrnehmungen 119 und Thumb IF I4, 343f. mit aind. éjati sich bewegen, erbeben (vgl. αἰγανέη) verbunden. Dann muß die Ähnlichkeit zwischen Ἀπόλλων Ἀσγελάτας (Anaphe) und Ἀπόλλων Αἰγλάτας (Anaphe, Thera) auf Zufall beruhen, oder aber das Appellativum αἴγλη ist vom Eigennamen Αἴγλα aus *Ἄσγλα (vgl. v. Wilamowitz Isyllos von Epidauros 92ff.) zu trennen. Falls wiederum Ἀσγελάτας mit αἴγλη zusammenhängt, steht dieses für urspr. *ἄσγλα; zum Lautlichen Schwyzer 276. Bechtels Versuch, Lex. s. v. (vgl. auch Prellwitz BB 23, 67 und Winter Prothet. Vokal 47), darin eine Zusammensetzung mit der Wurzel in γελάσαι zu sehen, ist schon wegen des dabei unaufgeklärten ersten Elementes anfechtbar. Vgl. auch seine Bemerkungen Dial. 2, 551f.
Page 1,32
2.
{aíglē}
Meaning: Ring.
Etymology: Von Lewy KZ 59, 188ff. aus αἴγλας· ἀμφιδέας καὶ ψέλια. τὰ περὶ τὴν ὕνιν τοῦ ἀρότρου H.; αἰγ<ί>λια· δακτυλίδια H. und anderen lexikalisch belegten Wörtern erschlossen und aus hebr. ‘āgīl ‘(Ohr)ring’ als LW erklärt. Hypothetisch. In einigen der von Lewy angeführten Fälle kann es sich sehr wohl um metonyschen Gebrauch von αἴγλη Glanz handeln.
Page 1,32-33