ἐπιτάρροθος

Revision as of 17:23, 26 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,
A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182; μάχης ἐπιτάρροθος = in fight, Il.17.339; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59: as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828; Δίκα.. καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6.
2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67; cf. τάρροθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.

German (Pape)

(vgl. ἐπίρροθος und τάρροθος), ὁ, ἡ, der Helfer, der Beistand, immer von Göttern, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπ. ἐστι Il. 11.366; fem., 5.808 und Orph. H.; in einem Orakel bei Her. 1.66 Τεγέης ἐπ. ἔσσῃ, wo es Sieger zu übersetzen ist. Man vergleicht gewöhnlich, was die Bildung des Wortes betrifft, ἀτηρός und ἀτάρτηρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ
1 защитник, заступник, тж. помощник (Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι Hom.);
2 повелитель, властитель (Τεγέης Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α)
1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.)
2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση με το επίρροθος «βοηθός», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].

Greek Monotonic

ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ, Επικ. αντί ἐπίρροθος·
1. αρωγός, βοηθός, υπερασπιστής, σύμμαχος, σε Όμηρ.· μάχης ἐπ., στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυρίαρχος, κύριος, Χρησμ. παρ' Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.
Meaning: helper (Hom.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Resembles the synonymous ἐπίρροθος; cross from this and another word or "Streckform" (cf. on ἑκατη-βελέτης, -βόλος)? Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. (with Ehrlich Betonung 54) compound of *ἐπι-τάρρο-θος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα [meaning?]; but -ρρ- for -ρσ- remains to be explained. Not better Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπ-ιθά-ρροθος, to ἰθα- in ἰθαγενής. - τάρροθος (Lyc.) is secondary.

Frisk Etymology German

ἐπιτάρροθος: {epitárrothos}
Grammar: m. und f.
Meaning: Helfer, Helferin (Hom. 8 mal, Terp. 6).
Etymology: Dunkel. Die Ähnlichkeit mit dem synonymen ἐπίρροθος springt in die Augen; Kreuzung davon mit einem anderen Wort oder "Streckform" (vgl. zu ἑκατηβελέτης, -βόλος)? Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. mit Ehrlich Betonung 54 Zusammenbildung aus *ἐπιτάρροθος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα; dabei bleibt vor allem -ρρ- für -ρσ- zu erklären. Nicht besser Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπιθάρροθος, zu ἰθα- in ἰθαγενής. — τάρροθος (Lyk.) ist sekundär.
Page 1,543

Middle Liddell

ἐπιτάρροθος, ὁ, ἡ, [epic for ἐπίρρθος]
1. a helper, defender, ally, Hom.; μάχης ἐπ. in fight, Il.
2. a master, lord, Orac. ap. Hdt.

English (Autenrieth)

(cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)

Translations

helper

Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German German Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan