λογαριάζω

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

calculate, Eust. ad D.P.907, Sch.Ar.Pl.381:—hence λογαριασμός, ὁ, calculation, Sch.Luc.Cat.4.

Greek (Liddell-Scott)

λογᾰριάζω: ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 907, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 451, εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 381, κ. ἀλλ., παρὰ Δουκαγγ.· ἐντεῦθεν λογᾰριασμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. 4· λογᾰριαστής, οῦ, ὁ λογιστής, Μοσχοπ. Λεξ. Χειρόγρ. ἐν Cod. Reg. 1078· - ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

(AM λογαριάζω) λογάρι
υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα του μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες της άδειάς μου»)
νεοελλ.
1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα του αυτοκινήτου;»)
2. σκέπτομαι, μελετώ, έχω στον νου μου («το λογαριάζει να δεχθεί την πρόταση συνεργασίας»)
3. λαμβάνω υπ' όψιν μου ή εκτιμώ κάποιον («κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς να μέ λογαριάζεις»)
4. δίνω σημασία, βαρύτητα ή αξία σε κάτι («μη λογαριάζεις τί λέει ο ένας κι ο άλλος»)
5. μέσ. λογαριάζομαι α) τακτοποιώ τις εκκρεμότητές μου, ξεκαθαρίζω τις δοσοληψίες μου με κάποιον
β. φρ. «θα λογαριαστούμε» — θα σού ανταποδώσω αυτό που μού έκανες, θα εκδικηθώ
6. φρ. «λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο» — κάνω σχέδια χωρίς τη συμμετοχή του άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου
7. παροιμ. «αν ελογάριαζε ο λύκος τ' αχνάρια του, έπεφτε κι εψόφαγε» — λέγεται για τους διστακτικούς και άτολμους
νεοελλ.-μσν.
1. σχεδιάζω, σκοπεύω («λογαριάζουμε να παντρευτούμε σε δύο μήνες»)
2. νομίζω, θεωρώ («τον λογαριάζουνε για πλούσιο»)
3. αφηγούμαι, περιγράφω κάτι
4. αναφέρω, κατονομάζω κάποιον
5. προορίζω κάποιον για κάτι
6. έχω σημασία, υπολογίζομαι
7. προσδοκώ, περιμένω
μσν.
μιλώ, λέγω, συζητώ, συνομιλώ.

German (Pape)

neugriechisch, rechnen, Schol.