θολός
English (LSJ)
(A), ὁ,
A mud, dirt, especially in water, Arist.Fr.311.
2 menses, Orph.L.490.
II ink of the cuttlefish, Hp.Morb.2.73, Arist.HA524a13, al. (v.l. θορόν in 544a4).
2 the vessel in which this ink is retained, Id.PA679a1, 681b26.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.154.
(B), ή, όν,
A = θολερός, Ath.10.420d, Olymp.in Mete.127.13, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1214] ὁ, Schmutz, Koth, Schlamm, bes. von trübem, schlammigem Wasser, Ath. VII, 298 b. Auch der dunkle Saft des Dintenfisches, mit dem er, wenn er verfolgt wird, das Wasser um sich her trübt, Arist. H. A. 4, 12; Ath. VII, 323 d; Plut. – Das adj. θολός, = θολερός, ist zw. L. bei Ath. X, 420 d, θολώτερος οἶνος. – Eigtl. att, dafür ist ὀλός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
liqueur trouble que jettent certains poissons (poulpe, sépia, etc.), encre.
Étymologie: DELG de *θϜολος, cf. mot germ. indiquant un trouble de l'esprit, v.sax. far-dwelan « négliger », vha gi-twelan « avoir l'esprit engourdi », got. dwals « fou ».
2ή, όν :
trouble.
Étymologie: θολός¹.
Greek (Liddell-Scott)
θολός: ὁ, πηλός, ἀκαθαρσία, ἰδίως ἐντὸς ὕδατος, «λούνη», Ἀθήν. 298Β· ἐπὶ τῶν ἐμμήνων, Ὀρφ. Λιθ. 484. II. τὸ πυκνὸν μέλαν ὑγρὸν ὃ ἡ σηπία ἐκρίπτει ὅπως θολώσῃ τὸ ὕδωρ καὶ οὕτω κρύψῃ ἑαυτήν, Λατ. loligo, Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 1, 11 καὶ 19., 9. 37, 19, κ. ἀλλ. 2) ἡ κύστις ἐν ᾗ τὸ ὑγρὸν τοῦτο τηρεῖται, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 11 καὶ 54· πρβλ. μήκων ΙΙ. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ.
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θολός)
το πυκνό μαύρο υγρό που εξακοντίζουν τα κεφαλόποδα για να θολώσουν γύρω τους τα νερά και να διαφύγουν έτσι τον κίνδυνο, το μελάνι
αρχ.
1. πηλός, λάσπη, ακαθαρσία, ακάθαρτο νερό
2. μτφ. ατιμία, ντροπή, όνειδος
3. τα έμμηνα
4. η κύστη όπου φυλάσσεται το μαύρο υγρό που εξακοντίζουν τα κεφαλόποδα, όπως η σουπιά, το καλαμάρι κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. προέρχεται από dFολος, τότε συνδέεται πιθ. με γερμ. λέξεις, με τις οποίες εκφράζεται κάποια διανοητική σύγχυση (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gi-twelan «είμαι ταραγμένος, συγχυσμένος» και ονοματ. τ. γοτθ. dwals «ανόητος»). Από το ουσ. θολός προήλθε αργότερα και το επίθετο θολός, το οποίο είναι συνώνυμο του θαμβός.
ΠΑΡ. θολερός, θολώδης, θολώνω(-ω)
αρχ.
θολόεις
μσν.
θολύνω
μσν.- νεοελλ.
θολαίνω, θολότητα (-της)
νεοελλ.
θολάδα, θολιάζω, θολούρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. θολομιγής
νεοελλ.
θολόνερο, θολόρρεμα, θολόσταχτη].
(II)
-ή, -ό (ΑΜ θολός, -ή, -όν)
(για υγρά ή διαφανή στερεά σώματα) θολωμένος, θολερός, ημιδιαφανής («θολό κρασί»)
νεοελλ.
1. (για τα μάτια και το βλέμμα) αυτός που δεν έχει διαύγεια, αυτός που δεν είναι λαμπερός
2. (για τον ουρανό) νεφελώδης, συννεφιασμένος, νεφοσκεπής
3. φρ. «ψαρεύει σε θολά νερά» — αναμιγνύεται σε ύποπτες υποθέσεις. Επίρρ. θολά
θαμπά, αμυδρά, χωρίς διαύγεια ή διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. θολός.
Greek Monotonic
θολός: ὁ, λάσπη, βρωμιά, ιδίως το σκουρόχρωμο, μελανό υγρό της σουπιάς (sepia), το οποίο εκκρίνει για να θολώνει τα νερά και να κρύβεται, Λατ. loligo, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mud, dirt, ink of the cattlefish (Hp., Arist.; on the accent Schwyzer 459), also adj. trubbled (Ath.).
Derivatives: θολερός trubbled (IA), θολώδης id. (Hp., Arist.), θολόω make turbid, unclean (IA) with θόλωσις making turbid (Arist., Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If for *θϜολός, the word can be connected with some German. terms for turbidness of the mind: primary verb OS for-dwelan neglect, forsake, OHG gi-twelan be deafened, linger with several verbal nouns, e. g. OWNo. dvǫl f. lingering, OS dwalm, OHG twalm stupefaction, Goth. dwals stupid . Here also a Celtic word for blind, e. g. OIr. dall (IE *dhu̯ol-nos or *dhu̯l-nos?). There is no indication that the IE forms are cognate. More, partly quite uncertain forms in Bq, Pok. 2 65f. - Fur. 391 compares also ὀλός the dark sap of the cuttle-fish (Hp.).
Middle Liddell
θολός, ὁ,
mud, dirt, esp. the thick, dark juice of the cuttle-fish (sepia), which it emits to trouble the water and hide himself, Lat. loligo, Arist.
Frisk Etymology German
θολός: {tholós}
Grammar: m.
Meaning: Schlamm, Schmutz, der dunkle Saft des Tintenfisches (Hp., Arist. u. a.; zum Akzent Schwyzer 459), auch Adj. trüb (Ath. u. a.).
Derivative: Davon θολερός schlammig, trüb, verwirrt (ion. att.), θολώδης ib. (Hp., Arist. u. a.), θολόω trüben, beunreinigen (ion. att.) mit θόλωσις Trübung (Arist., Gal.).
Etymology: Kann für *θϝολός stehen, wodurch sich die Möglichkeit eröffnet, θολός an einige german. Ausdrücke für geistige Trübung u. ähnl. anzuschließen: primäres Verb asächs. for-dwelan versäumen, ahd. gi-twelan betäubt sein, säumen mit mehreren Verbalnomina, z. B. awno. dvǫl f. Verzögerung (wäre gr. *θολή), asächs. dwalm, ahd. twalm Betäubung, betäubender Dunst, Qualm (wäre gr. *θολμός), got. dwals töricht (= gr. θολός). Hierher noch ein keltisches Wort für blind, z. B. air. dall (idg. *dhu̯ol-nos oder *dhu̯l-nos?). Vgl. noch zu Δύαλος und θύελλα. Weitere, z. T. entlegene oder recht unsichere Verwandte bei Bq, WP. 1, 842f. mit reicher Lit., Pok. 2 65f.
Page 1,677
Mantoulidis Etymological
(=ἀκαθαρσία, ὑγρό σουπιᾶς). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: θολόω, θολερός (=λασπώδης), θολερότης, θολότης.