μερίδα
Greek Monolingual
η (ΑM μερίς, -ίδος, Μ και μερίδα)
1. μέρος από ένα σύνολο, τμήμα
2. το μέρος που αναλογεί σε κάποιον, μερίδιο, μερτικό
3. ποσότητα φαγητού για ένα άτομο (α. «έφαγα μια μερίδα κρέας με μακαρόνια» β. «τὴν μερίδα τῶν κρεῶν ᾤχετο λαβών», Δημοσθ.)
4. πολιτική ομάδα, κόμμα ή παράταξη (α. «η μερίδα της Αριστεράς αντέδρασε στα οικονομικά μέτρα» β. «ἡ Ἀριστοδήμου μερίς», Πλάτ.)
5. συμμετοχή σε περιουσία ή σε επιχείρηση
νεοελλ.
1. (λογιστ.) ο λογαριασμός που αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο ή σε ορισμένο είδος εμπορεύματος και καταγράφεται σε ορισμένη σελίδα του βιβλίου που λέγεται καθολικό
2. φρ. α) «οικογενειακή μερίδα»
i) η οικογενειακή κατάσταση τών δημοτών, όπως έχει καταγραφεί στα δημοτολόγια, δηλ. στα βιβλία τών δήμων ή τών κοινοτήτων
ii) η ακίνητη περιουσία μιας οικογένειας, όπως έχει καταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου
β) «η μερίδα του λέοντος» — το μεγαλύτερο μέρος
μσν.
1. μοίρα, τύχη
2. καθένα από τα αντίδικα μέρη, διάδικος
3. α) «ἔχω μερίδα ἀνάμεσον» — συγκαταλέγομαι
β) «ἡ δεξιά μερίς» — το σύνολο τών δικαίων που θα σωθούν στη Μέλλουσα Κρίση
γ) «ἡ ἄχραντος μερίδα» ή «ἡ ἁγία μερίς» — η θεία μετάληψη
μσν.-αρχ.
1. τμήμα γης
2. τμήμα ιδιοκτησίας, οικόπεδο
3. περιοχή
4. ομάδα, κατηγορία, τάξη
αρχ.
1. έρανος, εισφορά («τὰ δημόσια δεῖπνα πρὸς μερίδα γίγνεται», Πλούτ.)
2. συνδρομή, συνεισφορά, βοήθεια
3. σημασία, σπουδαιότητα («τὰς δὲ τῶν ὑδάτων διαφορὰς τῶν ἐπιγείων
καὶ γὰρ ταῦτα οὐ μικρὰν ἔχει μερίδα πρὸς αὔξησιν καὶ τροφήν» Θεόφρ.)
4. επαρχία
5. φρ. α) «εἰμὶ ἐν τῇ μερίδι» ή «λογίζομαι ἐν τῇ μερίδι τινός» — θεωρώ ως..., θεωρούμαι ως...
β) «ἡ ἐξ Ἀρείου Πάγου μερίς» — η ποσότητα από τα κρέατα τών θυσιαζόμενων ζώων που αναλογούσε σε κάθε μέλος του Αρείου Πάγου
γ) «κακὰ μερίς» — κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερίς (< μερ-ίδ-ς, μερίδος) < μέρος + επίθημα -ιδ- (πρβλ. λεπίς, -ίδος < λέπος)].