ῥυσός

Revision as of 07:31, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῥυσή, ῥυσόν, shrivelled, wrinkled, Il.9.503, E.El.490, Ar.Pl.266, Pl. R.452b; ῥυσὰ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα the tearing of old wrinkled flesh (cf. ῥυτίς), E.Supp.49 (lyr.); ῥ. βουλευτήρια, prob. = ῥυσοὶ βουλευταί, Theopomp.Com.75; μαστός Sor.1.88; ἕλκος Gal.10.404; ῥυσότερον βαλλαντίων πρόσωπον Alciphr.3.55; ῥ. ἐπισκύνιον AP6.64 (Paul. Sil.); also of fruits, etc., [ἀκρόδρυα] ἰσχνὰ καὶ ῥ. Plu.2.735d; ἐλαῖαι Archestr.Fr.7; σῦκα Philostr.Im.1.31.—The forms ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, etc., are freq. in codd.

German (Pape)

[Seite 853] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung ῥυσσός scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
resserré, contracté, d'où
1 renfrogné;
2 ridé.
Étymologie: R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. ἐρύω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσός:
1 морщинистый, сморщенный (γέρων Eur.; πρόσωπον Men.; ἀκρόδρυα Plut.);
2 нахмуренный (ἐπισκύνιον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσός: -ή, -όν, (ῥύω, ἐρύω) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. ῥυτίς) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου πρόσωπον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. ἐπισκύνιον, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - ὡσαύτως ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει μακρόν, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.

Greek Monolingual

και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].

Greek Monotonic

ῥῡσός: -ή, -όν (*ῥύω=ἐρύω), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, ξηρός, τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, λέγεται για το κατσούφιασμα, τη συνοφρύωση, το αγριοκοίταγμα, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: shrivelled, shrunk, wrinkled (I 503).
Other forms: Mss. also -σσ-. On ῥυτίς, -ίδος bel.
Compounds: Some compp., e.g. ἔν-ρυσος somewhat wrinkled (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 128).
Derivatives: 1. ῥυσ-αλέος id. (Nic.; αὑαλέος a.o.); 2. -ώδης with a wrinkled appearance (AP a.o.); 3. -ότης f. wrinkledness (Plu.); 4. ῥυσίλλας τὰς ῥυτίδας H. (diminutive-hypocoristic; cf. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσ-όομαι, -όω to shrivel, to wrinkle (oneself) (Arist.) with -ωσις f. (Gal.); 6. -αίνομαι id. (Nic., AP). -- ῥυτίς, -ίδος f. (Aeol. βρύτιδες EM) wrinkle, fold (Ar., Pl.) with ῥυτιδ-ώδης = ῥυσώδης, -όομαι, -όω = ῥυσόομαι, -όω (Hp., Arist.), -ωσις f. wrinkling (medic.), -ωμα n. wrinkle (sch.). Prob. also ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), after Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (`patch, piece of cloth').
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With ῥυσός cf. λοξός, κομψός, γαυσός and many other adj. in -σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς like πηκτίς, ξυστίς, δοκίς etc.; from *ῥυ-τή, -τόν v.t. -- Prob. like ῥυτήρ vein etc. to ἐρύω draw, pull, snatch (s.v.), so prop. *'drawn, distorted, pulled' etc. (Solmsen IF 31, 463) (for the meaning cf. ῥάκη, also wrinkels) - but then we would have *ἐρυσος. The similarity with Lat. rūga wrinkle, fold, Lith. raũkas id. is accidental; cf. W.-Hofmann and Fraenkel s.vv. S. also Bechtel Lex. s. ῥυσός.

Middle Liddell

ῥῡσός, ή, όν [*ῥύω, ἐρύω
drawn up, shrivelled, wrinkled, Il., Eur., etc.; ῥ. ἐπισκύνιον, of a frown, Anth.

Frisk Etymology German

ῥυσός: {rhūsós}
Forms: (Hss. auch -σσ-)
Meaning: zusammengeschrumpft, verschrumpelt, runzelig (seit I 503; vorw. poet. u. sp. Prosa).
Composita : Einige Kompp., z.B. ἔνρυσος etwas runzelig (Dsk.; Strömberg Prefix Studies 128).
Derivative: Davon 1. ῥυσαλέος ib. (Nik.; αὐαλέος u.a.); 2. -ώδης mit runzeligem Aussehen (AP u. a.); 3. -ότης f. Runzeligkeit (Plu. u.a.); 4. ῥυσίλλας· τὰς ῥυτίδας H. (deminutivhypokoristisch; vgl. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσόομαι, -όω ‘zusammenschrumpfen, (sich) runzeln’ (Arist. usw.) mit -ωσις f. (Gal.); 6. -αίνομαι ib. (Nik., AP). — ῥυτίς, -ίδος f. (äol. βρύτιδες EM) Runzel, Falte (Ar., Pl. u.a.) mit ῥυτιδώδης = ῥυσώδης, -όομαι, -όω = ῥυσόομαι, -όω (Hp., Arist. u.a.), -ωσις f. das Runzeln (Mediz.), -ωμα n. Runzel (Sch.). Wohl auch ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), nach Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (Flicken, Lappen).
Etymology : Zu ῥυσός vgl. λοξός, κομψός, γαυσός und viele andere Adj. auf -σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς wie πηκτίς, ξυστίς, δοκίς usw.; von *ῥυτή, -τόν o.ä. — Wohl wie ῥυτήρ Zügel usw. zu ἐρύω ziehen, zerren, reißen (s.d.), also eig. *’verzogen, verzerrt, gerissen’ (Solmsen IF 31, 463), bzw. *’Verziehung, Verzerrung, Riß’ (zur Bed. vgl. ῥάκη, auch Runzeln). Die Ähnlichkeit mit lat. rūga Runzel, Falte, lit. raũkas ib. ist zufällig; vgl. W.-Hofmann und Fraenkel s.vv. S. auch Bechtel Lex. s. ῥυσός.
Page 2,666-667

English (Woodhouse)

wrinkled