μεθίστημι

Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

English (LSJ)

   A causal, in pres. and impf., fut. and aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612; μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65; ὄνομα, τύχην, E.Ba.296, Heracl.935; τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr.304 (lyr.); μ. νόμους X.HG5.4.64; ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R.562c; ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας Th.8.48; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol.1301b8; μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep.319d.    2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [nothing] of his colour, Ar.Eq.398 (lyr.).    II of persons, set free, τινὰ νόσου S.Ph.463; κακῶν, πόνων, E.Hel.1442, IT991, cf. 775; ὕπνου Id.Or.133.    2 remove by killing, αὑτόν J.AJ18.6.2: so in Med., τὸν ἄνθρωπον ib.18.9.5.    3 remove from one place to another, Th.4.57; ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1284a21; ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49:— aor. 1 Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129; μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4.    B Pass., with aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El.1202 (lyr.), D.26.6, also aor. 2, pf., and plpf. Act.:    I of persons, stand among or in the midst of, c. dat., ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514.    2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart, παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp.538 (lyr.); ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj.750; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R.518a: c. gen., δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med.551; θρόνων Id.Ph.75; μ. φυγῇ Id.Med.1295: abs., μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC162 (lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ὄλβος] S.Fr.646.6.    3 c. gen. rei, change, cease from, κότου A.Eu. 900; ξηρῶν τρόπων Ar.V.1451 (lyr.), cf. Pl.365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel.856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba.944.    4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.; ἀπό τινος Id.8.76; παρά or πρός τινα, Id.1.107,130.    5 to be banished, ὑπό τινων D.26.6.    II of things, change, alter, either for the better, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118; ἐς τὸ λῷον . . μεθέστηκεν κέαρ E.Med.911; or for the worse, ἐξ ἧς [πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R.553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol.1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων . . μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers.158 (troch.); νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl.796.    2 Medic., of pains, change position, εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652.

German (Pape)

[Seite 113] (s. ἵστημι), 1) trans., anders-, umstellen, ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω, Od. 4, 612, wo Menelaos dem Telemach andere Geschenke zu geben verspricht, als er anfänglich gesagt hatte; καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν, Soph. Phil. 461, sie mögen dich in einen andern Zustand, als die Krankheit ist, versetzen, wie ἀπαλλάσσειν construirt, d. i. sie mögen dich von der Krankheit befreien; vgl. μετάστησον ἡμᾶς κακῶν Eur. Hel. 1458; μεταστήσουσ' ὕπνου τόνδ' ἡσυχάζοντα, Or. 133, d. i. sie werden ihn aus dem Schlafe aufwecken; πόδα εἰς ἄλλην χθόνα, d. i. auswandern, Bacch. 49; μεθιστάναι τοὺς τρόπους, geradezu verändern, I. A. 346, vgl. Alc. 172; Ar. Vesp. 748; ὄνομα μεταστήσαντες, Eur. Bacch. 296; μετέστησε τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; auch = von einem Orte weg nach einem andern hinbringen, vertreiben, verjagen, μετάστησόν με θεᾶς σφαγίων, Eur. I. T. 775, vgl. εἰς ἄλλην χθόνα μεταστήσω πόδα, Bacch. 49. Auch in Prosa, μεταστῆσαί τινος, Thuc. 4, 57, ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας, nachdem er die gegenwärtige Verwaltung umgeändert, 7, 48, wie Plat. τὴν πολιτείαν μεθίστησι, Rep. VIII, 562 c; τῶν νέων τὰ ἤθη, Legg. VII, 797 c; πολιτείαν, νόμους, Xen. Hell. 2, 3, 17. 5, 4, 46; Folgde; τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν, übertragen, Pol. 22, 21, 1. – 2) in den intrans. tempp. u. im med. sich umstellen, anderswohin gehen, ἑτάροισιν μεθίστατο, er trat zu den Freunden hin, Il. 5, 514; παλαιὸν δ' εἰς ἴχνος μετέσταν, Aesch. Suppl. 533; μετάσταθ' ἀπόβαθι vrbdt Soph. O. C. 160; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Ai. 737, er trat aus dem Kreise; übtr., μεθίσταμαι κότου, ich trete vom Groll weg, lasse ab, Aesch. Eum. 860; μεθέστηκεν φυγῇ, Eur. Mad. 1295; u. dem act. entsprechend, μετέστημεν φόβου, μεταστήτω κακῶν, Rhes. 295 Mel. 862; auch βίου, Alc. 21; sich entfernen, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο, Phoen. 40; pass., μετασταθεῖσα τῶν φρενῶν, Bacch. 1269, wie μεθέστηκας φρενῶν, 942, du bist von Sinnen gekommen; βίον, sterben, Alc. 21; μετέστη ξηρῶν τρόπων, Ar. Vesp. 1451, wie μεθέστηχ' ὧν πρότερον εἶχε τρόπων, Plut. 365, hat sich vom frühern Sinn geändert; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, da sich das Glück gut gewendet hat, Her. 1, 118; μετεστήκει, er hatte sich davon gemacht, 8, 81, wie μετιστάμενοι ἐκ τάξιος, 9, 58; von Staatsveränderungen, ἡ ὀλιγαρχία μετέστη, Plat. Rep. VIII, 553 e; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων, VII, 518 a; χωρία τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα, die zu den L, übergegangen sind, Xen. Hell. 1, 4, 9; ἀπό τινος, Thuc. 8, 76; μετάστητε ἔξω, entfernt euch, Dem. 25, 23; μετασταθεὶς Ἀριστείδης ἐν Αἰγίνῃ διέτριβε, verbannt, 26, 6; μεθίστασθαι, verändert werden, Pol. 6, 9, 10; – Ar. sagt auch κοὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, Equ. 397, er verändert nicht die Farbe. – 3) aor. I. med. von sich wegstellen, μεταστησάμενος τοὺς ἄλλους, nachdem er die andern hatte abtreten lassen, Her. 1, 89. 8, 101, wie Thuc. 1, 79; Xen. Hell. 4, 1, 5 u. sonst; auch τὰς φρουρὰς ἐκ τῶν πόλεων, sie abmarschiren lassen, Pol. 18, 27, 4; auch = verbannen, Aesch. 3, 129; Plut. Aristid. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεθίστημι: Α. Μεταβ., κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄, τοποθετῶ κατ’ ἄλλον τρόπον, μεταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταστήσω τοι ταῦτα, θά σοι τὰ ἀλλάξω, δηλ. θά σοι δώσω ἄλλα (δῶρα) ἀντ’ αὐτῶν, Ὀδ. Δ. 612· μ. τὰ νόμιμα πάντα Ἡρόδ. 1. 65· ὄνομα, τύχην, κτλ., Εὐρ., κτλ.· τὸ μέγα εἰς οὐδὲν μ. χρόνος Εὐρ. Ἀποσπ. 306· μ. νόμους Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 64· ταύτην τὴν πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 562C· μ. τὴν πόλιν ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου Θουκ. 8. 48· ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24· ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους αὐτόθι 4. 8, 27· τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους αὐτόθι 2. 2, 5· ὡσαύτως, ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν], εἰσάγειν νέον πολίτευμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 8, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 319D. 2) μετὰ γενικ. διαιρ., καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, καὶ [[[οὐδόλως]]] μεταβάλλει τὸ χρῶμά του, κατὰ λέξιν «οὐδὲν μέρος τοῦ χρώματος μεταβάλλει», Ἀριστοφ. Ἱππ. 398. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπαλλάττω, ἐλευθερώνω, τινὰ νόσου Σοφ. Φιλ. 463· κακῶν, πόνων Εὐρ. Ἑλ. 1442, Ι. Τ. 991· ὕπνου ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133. 2) μετακινῶ ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, μεταθέτω, Θουκ. 4. 57· ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15· μ. ἐκ βαρβάρου γῆς Εὐρ. Ι. Τ. 775· εἰς ἄλλην γῆν μ. πόδα ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 49· - οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ μεταστήσασθαι, διατάσσω τινὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ, νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος τῆς οἰκίας, μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον Ἡρόδ. 1. 89., 8. 101, Ἀνδοκ. 39. 38, Θουκ. 1. 79, κτλ. Β. Παθ., ἀόρ. α΄ μετεστάθην [ᾰ] Εὐρ. Ἠλ. 1201, Πλάτ., ὡσαύτως μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ., καὶ ὑπερσ. ἐνεργ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι μεταξὺ ἢ ἐν τῷ μέσῳ..., μετὰ δοτ., ἑτάροισι μεθίστατο Ἰλ. Ε. 514. 2) ἀποσύρομαι, κάμνω τόπον νὰ περάσῃ τις, ὦ ξένε, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο Εὐρ. Φοίν. 40· ἀποσύρομαι, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, παλαιὸν εἰς ἴχνος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 538· ἐκ τῆς τάξεως Ἡρόδ. 9. 58· ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Σοφ. Αἴ. 749· ἔξω τῆς οἰκουμένης Αἰσχίν. 77. 19· μετὰ γεν., δεῦρ’ Ἰωλκίας Χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 551· θρόνων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 75· μ. φυγῇ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1295· ἀπολ., μετάσταθ’ ἀπόβαθι Σοφ. Ο. Κ. 162· ὅταν μεταστῇ [[[ὄλβος]]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 576. 6. 3) μετὰ γεν. πράγμ., παύομαι, κότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ξηρῶν τρόπων Ἀριστοφ. Σφ. 1451, πρβλ. Πλ. 365· λύπης, κακῶν Εὐρ. Ἄλκ. 1122, Ἑλ. 856· μ. βίου, ἀποθνήσκω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 21· μ. φρενῶν, παραφρονῶ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 944. 4) μεταβαίνω, εἰς ἑτέραν φατρίαν, ἀποστατῶ, ἀφίσταμαι, Θουκ. 1, 35, κλτ.· ἀπό τινος 8. 76· παρὰ ἢ πρός τινα 1. 107, 130. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, ἐνίοτε ἐπὶ τὸ βέλτιον, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 911· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἐξ ἧς [μεταβολῆς] ὀλιγαρχία μετέστη Πλάτ. Πολ. 553Ε, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1· ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Πλάτ. Πολ. 518Α· εἴ τι μὴ δαίμων... μεθέστηκε στρατῷ, ἐὰν μὴ ἔχῃ μεταβληθῇ ἡ τύχη διὰ τὸν στρατόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158.

French (Bailly abrégé)

f. μεταστήσω, ao. μετέστησα, etc.
Pass. f. μετασταθήσομαι, ao. μετεστάθην, etc., v. ἵστημι;
I. tr., aux temps suiv. : prés., impf., f., ao. et à l’ao. Moy. μετεστησάμην;
1 déplacer : τινά transporter, exiler qqn;
2 changer : τὰ νόμιμα HDT les lois ; τοὺς τρόπους EUR les mœurs ; avec le gén. : χρώματος AR changer de couleur ; avec un double rég. : τινα νόσου SOPH délivrer qqn d’une maladie;
II. intr. aux temps suiv. : ao. μετέστην, pf. μεθέστηκα, pqp. μεθειστήκειν ; Moy. prés. μεθίσταμαι, impf. μεθιστάμην, f. μεταστήσομαι;
1 changer de place, se déplacer : μετάσταθ’ ἀπόβαθι SOPH va ! éloigne-toi ; ἐκ τῆς τάξιος HDT quitter son poste ; ἔξω τῆς οἰκουμένης ESCHN quitter la terre ; poét. avec le dat. seul : στρατῷ ESCHL abandonner l’armée ; particul. passer d’un camp ou d’un parti dans un autre, faire défection : ἀπό τινος abandonner le parti de qqn ; παρά τινα, πρός τινα passer dans le parti de qqn ; χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα XÉN les pays qui avaient passé du côté des Lacédémoniens ; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης HDT la fortune ayant favorablement tourné;
2 fig. sortir d’un état, d’une situation : βίου EUR quitter la vie ; εἰς δουλείαν PLUT voir sa situation changée en servitude;
Moy. μεθίσταμαι;
1 (tr., à l’ao. μετεστησάμην) déplacer, éloigner de soi, faire sortir : τινα qqn ; particul. exiler, bannir;
2 (intr. aux temps suiv. : prés. μεθίσταμαι, impf. μεθιστάμην, f. μεταστήσομαι) se tenir au milieu de ou parmi : ἑτάροισι au milieu de ses compagnons.
Étymologie: μετά, ἵστημι.

English (Autenrieth)

fut. μεταστήσω, mid. ipf. μεθίστατο: substitute, i. e. exchange, Od. 4.612; mid., stand over among, ‘retireamong, Il. 5.514.

English (Strong)

or (1 Cor. 13:2) methistano from μετά and ἵστημι; to transfer, i.e. carry away, depose or (figuratively) exchange, seduce: put out, remove, translate, turn away.

English (Thayer)

and (in R G WH (cf. ἵστημι)) μεθιστάνω; 1st aorist μετέστησα; 1st aorist passive subjunctive μετασταθῶ; from Homer down; properly, to transpose, transfer, remote from one place to another: properly, of change of situation or place, ὄρη, τινα εἰς τί, τινα (T Tr WH add ἐκ, so L in brackets) τῆς οἰκονομίας, to remove from the office of steward, passive τῆς χρείας, τινα ἐκ τοῦ ζῆν, to remove from life, Diodorus 2,57, 5; 4,55, 1; with ἐκ τοῦ ζῆν omitted, to depart from life, to die, Euripides, Alc. 21; Polybius 32,21, 3; Heliodorus 4,14). metaphorically, τινα, without adjunct (cf. German verrücken (English pervert), i. e. to lead aside (A. V. turn away) to other tenets: τήν καρδίαν τοῦ λαοῦ, Joshua 14:8).