άναξ
Greek Monolingual
(-κτος), ο (θηλ. άνασσα) (Α ἄναξ) ανώτατος άρχοντας, βασιλιάς
αρχ.
1. κύριος, δεσπότης, αφέντης
2. προσωνυμία τών θεών, ιδιαίτερα του Απόλλωνος
3. προσωνυμία τών ομηρικών ηρώων και ιδιαίτερα του Αγαμέμνονος ή άλλων έξοχων προσώπων
4. γιος ή αδελφός ενός βασιλιά
5. αφέντης του σπιτιού, οικοδεσπότης
6. ιδιοκτήτης
7. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ετυμολ. του τ. είναι άγνωστη. Όσα έχουν προταθεί είναι υποθετικά. Πιθ. πρόκειται για ξένη λ., δάνειο στην Ελληνική. Πάντως οι τ. της Τοχαρ. Β' nakte και Τοχαρ. Α' nkat (man nkatt «Θεός Μήνας») απέχουν πολύ από το ελλην. ἄναξ
το δε φρυγικό wanaktei προέρχεται από το ελληνικό. Σύμφωνα με μια άποψη, κατά την οποία ορθά υπογραμμίστηκε η σπουδαιότητα της σημασίας του «προστάτη, σωτήρα», πρόκειται για θρησκεντικόν τ., για τον οποίο αναζητήθηκε μια ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία, που δεν είναι όμως και τόσο πειστική. Ο αρχικός τ. ήταν Faναξ (με δίγαμμα), όπως μαρτυρείται από το ομηρικό μέτρο, διάφορες διαλεκτικές επιγραφές και μυκηναϊκές ήδη πινακίδες. Σε πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού ο τ. απαντά μόνο στον ενικό στους τύπους Wanaka «Fάναξ» και δοτ. Wanakate «Fανακτει». Στη Μυκην. η λ. δήλωνε πιθανότατα αφ’ ενός τον υπέρτατο πολιτικό άρχοντα του κράτους της Πύλου, αφ’ ετέρου έναν θεό του πανθέου της Πύλου, χωρίς να είναι πάντα δυνατόν ερμηνευτικά να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών τών δύο. Τα δεδομένα αυτά συμφωνούν με τη χρήση της λ. στον Όμηρο, όπου ο τ. απαντά συχνότερα στον ενικό (στον πληθ. αναφέρεται κυρίως στους θεούς) με τη σημασία του αφέντη σε σχέση προς σκλάβο, άλογο, σκύλο κ.λπ. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του τ. στην έκφραση ἄναξ ἀνδρῶν «προστάτης, σωτήρας του λαού του», η οποία αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στον Αγαμέμνονα. Οι άλλες σημασίες της λ. είναι «κύριος, άρχων» ως τίτλος ευγενείας, «αφέντης, κύριος» για τον αφέντη του σπιτιού στην Οδύσσεια και, τέλος, αποτελεί χαρακτηρισμό για τις θεότητες (κυρίως για τον Απόλλωνα) που θεωρούνται προστάτες ή φύλακες. Η παλαιά κλητική ἄνα (τύπος που αντικαταστάθηκε γενικά από το ἄναξ) λέγεται για τον Δία στην Ιλιάδα καθώς και για τον Απόλλωνα. Η κύρια σημασία της λ. φαίνεται ότι είναι αυτή του «προστάτη, σωτήρα», πράγμα που πιστοποιείται και από την ετυμολογία του τ. Ἀστυάναξ «ο προστάτης, ο σωτήρας του άστεως». Στην αττική διάλεκτο σώζεται ως επίθετο θεών, στους οποίους γίνεται επίκληση (π. χ. του Απόλλωνα στον Αριστοφάνη) ή από λυρικές σκηνές της τραγωδίας. Στα Δωρικά ο πληθ. Fάνακες (χωρίς –τ- στο θέμα) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει τους σωτήρες Διόσκουρους, με το παράγωγο Faνάκειoν (ναός τών Διοσκούρων) και Ἀνάκειον. Η μαρτυρία τών μυκην. πινακίδων αποδεικνύει ότι ο τ. χωρίς τελικό -τ είναι υστερογενής (πιθ. κατά το φύλαξ). Τέλος, στην Κυπριακή απαντά τ. Fάναξ με τη σημασία «γιός του βασιλιά, πρίγκιπας». Το θηλ. (F)άνασσα λέγεται στον Όμηρο μόνο για θεά ή για τη Ναυσικά, που εκλαμβάνεται ως θεά (Οδ. ζ 149). Μετά τον Όμηρο είναι πολύ σπάνιο. Η μυκηναϊκή έχει τη λ. στον δυϊκό wan asoi «στις δύο υπέρτατες Βασίλισσες». Πρόκειται για θρησκευτικό τ. που αποδίδεται σε δύο συνδεόμενες θεές. Οι χρήσεις του ἄναξ, όπως και η σπουδαιότητα της λ. ως συνθετικού των κυρίων αρχαίων ονομάτων, πιστοποιούν ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ., ο οποίος έτεινε να εξαφανιστεί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναξία(Ι), ἀνάξιος(ΙΙ), ἀνάσσω.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετ.) ἀναξίαλος, ἀναξιβρέντας, ἀναξιδώρα, ἀναξίμολπος, ἀναξιφόρμιγξ, ἀνακτοβούλιο, ἀνακτομισθία, ἀνακτοσυμβούλιο, Ἀνάξανδρος, Ἀναξαγόρας, Ἀναξάνθης, Ἀναξαρέτα, Ἀνάξαρχος, Ἀνάξερμος, Ἀναξήνωρ, Ἀναξιάδης, Ἀναξίας, Ἀναξίβιος, Ἀναξίβουλος, Ἀναξιγένης, Ἀναξίδαμος, Ἀναξίδικος, Ἀναξίδοτος, Ἀναξίδωρος, Ἀναξίθεμις, Ἀναξίθεος, Ἀναξίκλειτος, Ἀναξικλῆς, Ἀναξικράτης, Ἀναξίλας, Ἀναξίλος, Ἀναξίνος, Ἀναξίμανδρος, Ἀναξίμαχος, Ἀναξίμβροτος, Ἀναξιμένης, Ἀναξινόη, Ἀναξιπόλεμος, Ἀναξίπολις, Ἀναξίφιλος, Ἀναξιρόη, Ἄναξις, Ἀναξίς, Ἀναξίτιμος, Ἀναξιφῶν, Ἀνάξιππος, Ἀναξίφαντος, Ἀναξίων, Ἀναξώ (β' συνθετ.) οἰκῶναξ, χειρῶναξ, Ἀβρῶναξ, Ἀγαθάναξ, Ἀγορᾶναξ, Ἀμφιάναξ, Ἀνδρῶναξ, Ἀντιάναξ, Ἀρετάνασσα, Ἀριστῶναξ, Ἀρχεάναξ, Ἀστυάναξ, Βουλᾶναξ, Δαμῶναξ, Έπιάναξ, Ἐρατώνασσα, Ἑρμηνιάναξ, Ἑρμῶναξ, Εὐάναξ, Εὐρυάναξ, Εὐφρῶναξ, Ἐχεάναξ, Ἡγῆναξ, Ἡγησιάναξ, Ἡλιάναξ, Ἡρῶναξ, Θεμιστῶναξ, Θεσπεσιάναξ, Ἱερώνασσα, Ἱππῶναξ, Ἰφιάναξ, Καλλιάναξ, Κλεάναξ, Κλειτάνασσα, Κρατιστῶναξ, Κυδάναξ, Λαμπρῶναξ, Λαμπώνασσα, Λάνασσα, Λεσβῶναξ, Λυσιάναξ, Μανδρῶναξ, Μοιρῶναξ, Νικάναξ, Ὀνησιάναξ, Πεισιάναξ, Πλειοστοάναξ, Πολυάνακτις, Ποσειδῶναξ, Πραξιάναξ, Πρῶναξ, Πυθῶναξ, Σημωνακτίδης, Στασιάναξ, Στρατῶναξ, Σωσιάναξ, Τιμησιάναξ, Τιμῶναξ, Ὑψῶναξ, Φαινῶναξ).