μιλώ

Greek Monolingual

-έω και -άω
1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει»)
2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία»)
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον
4. εκφωνώ λόγο
5. γνωρίζω μια γλώσσα και τη χρησιμοποιώ με ευχέρειαμιλώ αγγλικά και γαλλικά»)
6. εκφράζω τη γνώμη μου, διατυπώνω τις απόψεις ή τις αντιρρήσεις μου («τόση ώρα σάς άκουγα, τώρα όμως θα μιλήσω»)
7. συζητώ με κάποιον για μια υπόθεση και καταλήγουμε σε συμφωνία («τά μιλήσαμε, τά συμφωνήσαμε»)
8. μτφ. εκφράζω, φανερώνω κάτι («και τα μάτια μιλούσανε σαν αρμονίας ήχος», Παλαμ.)
9. (μέσ.-παθ.) μιλιέμαι και μιλιούμαι
α) (αλληλοπαθές) διατηρώ σχέσεις γνωριμίας με κάποιον, έχω συναναστροφές ή, απλώς, ανταλλάσσω χαιρετισμό με κάποιον («έχουμε να μιλήσουμε από πέρυσι το καλοκαίρι»)
β) εισακούω φιλικές εισηγήσεις, συστάσεις ή παρακλήσεις για κάποιον ή για μια υπόθεση, επηρεάζομαι από λόγια («μιλήθηκε και δεν θα φέρει αντιρρήσεις»)
γ) (για γλώσσα) χρησιμοποιούμαι ως μέσο συνεννόησης («η Λατινική δεν μιλιέται σήμερα»)
10. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μιλημένος, -η, -ο
αυτός στον οποίο έγιναν συστάσεις από άλλον ή από άλλους να μεροληπτήσει για ένα πρόσωπο ή για μια υπόθεση
11. φρ. α) «δεν μιλιέται» — είναι στενοχωρημένος, κακόκεφος, θυμωμένος και δεν μπορεί κάποιος να του ανοίξει συζήτηση
β) «το πράμα μιλάει μόνο του» — το ζήτημα είναι αυτονόητο
γ) «μιλημένα τιμημένα» — λέγεται ως υπόσχεση τήρησης τών συμφωνηθέντων
δ) «μιλώ με τ' άστρα» — προφητεύω τα μέλλοντα
ε) «μιλάει με το σεις και με το σας» — είναι ευγενέστατος, στη συμπεριφορά του
στ) «μιλώ ξέσκεπα» ή «μιλώ ορθά κοφτά» η «μιλώ έξω από τα δόντια» — τά λέω απερίφραστα, εκφράζομαι ευθέως
ζ) «εγώ μιλώ και γω τ' ακούω» — δεν μέ προσέχει κανείς, δεν εισακούομαι
12. παροιμ. «όποιος δεν μιλεί τον θάφτουν» — αν δεν υποστηρίξεις τα συμφέροντά σου αφανίζεσαι από τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμιλῶ, με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο (πρβλ. ολίγος > λίγος, ομμάτιον > μάτι)].