πλινθίον

English (LSJ)

τό, Dim. of πλίνθος,
A small brick, Th.6.88, X.Cyr.7.1.24; of gold, IG22.1377.13.
II = πλαίσιον:
1 square of troops, Hell.Oxy.7.2, Plu. Crass.23, Arr.Tact.11.5, 29.8; τάξας τὴν στρατιὰν ἐν πλινθίῳ J.AJ13.4.4.
2 sundial, Vitr.9.8.1.
3 a bandage, = ἡμιρρόμβιον, Gal. 18(1).798, cf. Heraclasap.Orib.48.13.1.
b machine invented by Nileus for reducing dislocations, Heliod. ap. Orib.49.7.
4 rectangular box, Bito60.2.
III checkerboard, Poll.9.98.
2 table of numbers divided into squares, Vett.Val.321.1: hence, = διάγραμμα, of a musical scale, Ph.1.27.
3 pl. πλινθία = Lat. regiones caeli, fields into which the Augurs divided the templum of the heavens, Plu.Cam.32, Rom. 22.
4 squares or checks of tartan, D.S.5.30.
5 front frame of a torsion engine, Ph.Bel.60.6, HeroBel.81.10; also, case or chamber in which mechanism is fitted, Id.Aut.5.3.
6 generally, rectangle, Str. 2.5.36, PMag.Lond.46.349,361.

German (Pape)

[Seite 636] τό, dim. von πλίνθος, ein kleiner Ziegel; Thuc. 6, 88; μικρόν, Xen. Cyr. 7, 1, 24; – übertr., wie πλαίσιον, jeder länglich viereckige Körper, z. B. die sonst πλαίσιον genannte Schlachtordnung oder Stellung eines Heeres, Sp., nach Moeris hellenistisch, πλαίσιον attisch. – Ein Brett zum Spielen der διὰ πολλῶν ψήφων παιδιά, Poll. 9, 7. – Die Felder, in welche die Auguren den Himmel für ihre Beobachtungen eintheilten, regiones coeli, τὰ πλινθία καθεζόμενοι ἐπ' οἰωνῶν λιτύῳ διαγράφουσι, Plut. Rom. 12; αἱ τῶν πλινθίων ὑπογραφαί, Camill. 32. Aehnl. σάγους πλινθίοις πολυανθέσι καὶ πυκνοῖς διειλημμένους, D. Sic. 5, 30. – Bei den Katapulten der Ort, wo die Arme derselben angespannt wurden, capitula, Mathem. vett. – Auch der Würfel, Sockel, der als Untersatz wozu dient; in der Arithmetik wie das Folgende eine Verbindung von Zahlen, wie 4, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. petite brique;
II. objet en forme de brique :
1 compartiment carré;
2 carré que les augures décrivaient sur le sol pour prendre les auspices.
Étymologie: πλίνθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθίον -ου, τό [πλίνθος] kleine baksteen, baksteentje. overdr. peloton (opgesteld in een rechthoek):. βαθὺ πλινθίον dicht opeengepakt peloton Plut. Crass. 23.3. hemelvak (voor het interpreteren van de vlucht van de vogels):. τὰ πλινθία καθεζομένους ἐπ’ οἰωνῶν διαγράφειν hemelvakken afbakenen wanneer ze in zitting zijn voor de vogelvoortekens Plut. Rom. 22.1.

Russian (Dvoretsky)

πλινθίον: τό
1 небольшой кирпич, кирпичик: πλινθία ἐς τὸν περιτειχισμὸν ἑτοιμάζειν Thuc. готовить кирпичи для укреплений;
2 четырехугольник: ὥσπερ μικρὸν π. ἐν μεγάλῳ τεθέν Xen. (войско Кира оказалось в окружении) словно маленький четырехугольник, вставленный в большой;
3 (у римских авгуров) (лат. regio caeli) небесный прямоугольник, участок неба: τὰ πλινθία διαγράφειν Plut. (мысленно) делить небо на прямоугольные участки (для наблюдений и прорицаний);
4 (на ткани) клетка: σάγοι πλινθίοις διειλημμένοι Diod. клетчатые плащи.

Greek Monolingual

το / πλινθίον, ΝΑ πλίνθος
(με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος
νεοελλ.
1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη
2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα
3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι
4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον οποίο χύνεται το μέταλλο που παράγεται με εκκαμίνευση
5. βαμβακοπυρίτιδα τυποποιημένη σε τεμάχια που μοιάζουν με πλίνθους
6. κάθε αντικείμενο ή κόσμημα που έχει σχήμα πλίνθου, ὁπως τα τετράγωνα της ντάμας
αρχ.
1. ηλιακό ρολόι που έχει τετράγωνη πλάκα
2. μαθημ. το γινόμενο τριών παραγόντων από τους οποίους οι μεν δύο είναι ίσοι, ο δε τρίτος μικρότερος από καθέναν από αυτούς
3. επίδεσμος
4. ιατρ. μηχανή που εφεύρε ο Νηλεύς για να επαναφέρει στη θέση τους τα εξαρθρωμένα μέλη
5. μικρό ορθογώνιο κιβώτιο
6. επιτραπέζιο παιχνίδι που παιζόταν με πολλά πιόνια καθώς και η σανίδα ή η πλάκα πάνω στην οποία παιζόταν
7. αστρον. πίνακας αριθμών διαιρεμένος σε τετράγωνα, αστρονομικό αβάκιο
8. μουσ. διάγραμμα της μουσικής κλίμακας
9. κάθε τετράγωνο από εκείνα που διαιρούσαν τον ουρανό οι οιωνοσκόποι κατά τις οιωνοσκοπίες τους
10. ορθογώνιο κόσμημα στρατιωτικού μανδύα
11. το πρόσθιο πλαίσιο πολεμικής μηχανής
12. η τετράγωνη βάση του καταπέλτη
13. ορθογώνιο
14. μτφ. στρατιωτική φάλαγγα σε σχήμα πλίνθου, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθίον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, μικρὰ πλίνθος, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24. ΙΙ. = πλαίσιον· 1) παρὰ μεταγεν., φάλαγξ στρατιωτῶν εἰς σχῆμα πλίνθου, Ἀρρ. Τακτ. 41· τάξαν τὴν στρατιὰν ἐν πλινθίῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 4 ― Κατὰ Σουΐδ. «πλινθίον, παρατάξεως εἶδος». 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Βιτρούβ. 9. 9· πρβλ. πλινθὶς 2. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., ἀριθμὸς ὑψωθεὶς εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἀκολούθως πολλαπλασιασθείς, ἐπὶ μικρότερόν τινα ἀριθμὸν (καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρων τοῦ κύβου), π. χ. 42x2, Λατ. laterculus, Ast. Νικομ. Ἀριθ. σ. 278. 2) πλινθίον ἐκαλεῖτο καὶ παιδιά τις παιζομένη διὰ πολλῶν ψηφίων καὶ ἡ σανὶς ἢ ἡ πλὰξ ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο, Πολυδ. Θϳ, 98· ― καθόλου, = διάγραμμα, Φίλων 1. 27. 3) αἱ τῶν πλινθίων ὑπογραφαί, τὰ μέρη ἢ διαστήματα εἰς ἃ οἱ οἰωνοσκόποι διῄρουν τὸν οὐρανόν, templa ἢ regiones coeli, Πλουτ. Κάμιλλ. 32, πρβλ. Ρωμύλ. 22· ― ἐπὶ κοσμημάτων πλινθοειδῶν ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος σάγου, ἤτοι στρατιωτικοῦ μανδύου, Διόδ. 5. 30.

Spanish

pequeño ladrillo, rectángulo

Greek Monotonic

πλινθίον: τό, υποκορ. του πλίνθος·
I. μικρός πλίνθος, σε Θουκ., Ξεν.
II. = πλαίσιον, ορθογώνιο ή τετράγωνο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πλινθίον, ου, τό, [Dim. of πλίνθος
I. a small brick, Thuc., Xen.
II. = πλαίσιον, a rectangle or square, Plut.

English (Woodhouse)

small brick

Léxico de magia

τό 1 pequeño ladrillo λαβὼν πλινθίον ὠμὸν χαλκῷ γραφείῳ χάραξον ὄνον τρέχοντα toma un pequeño ladrillo sin cocer y graba con un estilo de bronce un asno corriendo P IV 3255 ἔστιν δὲ ὁ καταγραφόμενος λόγος τοῦ πλινθίου οὗτος la fórmula que se graba en el pequeño ladrillo es ésta P IV 3261 2 rectángulo γράφε καὶ ταῦτα ὑποκάτω τοῦ κρίκου ὡς π. escribe también esto debajo del anillo, como un rectángulo P V 349 P V 361 ἓν ὑπὸ τὸ ἓν τιθεὶς ὡς π. pon una debajo de la otra en forma de rectángulo P VII 656

Lexicon Thucydideum

laterculus, small brick, 6.88.6.