σκευή

English (LSJ)

ἡ,
A equipment, attire, apparel, Hdt.7.15, S.OC555, E.Ba.180, etc.; σ. Μηδικὰς ἐνδυόμενος Th.1.130; σκευήν τινα περιθέσθαι Pl.Cri.53d; σκευῆς ἀνάθεσις, of the chorus, Lys.21.4; especially of the dress of a singer or actor, ἐνδὺς πᾶσαν τὴν σκευήν Hdt.1.24, cf. Ar.Ra.108; τραγικὴ σκευή Pl. R.577b; of soldiers, σκευὴ ψιλή Th.3.94; ἡ σκευὴ τῶν ὅπλων Id.1.8; of horse trappings, Id.6.94; of the dress of priests and public officers, And.1.112, Eub.71.
2 fashion, style of dress or equipment, Μηδικὴ αὕτη ἡ σ. ἐστι Hdt.7.62; τὴν αὐτὴν σκευὴν ἔχοντες ib.66, cf. 73, al.; ἐπὶ πολὺ αὕτη ἡ σκευὴ κατέσχεν Th.1.6.
II tackle, as of a net, Pi.P.2.80; of a ship, D.S.14.79, Act.Ap.27.19.
2 = αἰδοῖον, AP5.241 (Eratosth., where σκεϋήν, dub.l.); cf. σκεῦος III.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, Rüstung, Gerät; σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον, vom Fischergerät, Pind. P. 2, 80; Kleidung, Anzug, Soph. O. C. 561; σκευῇ τῇδε τοῦ χάριν κοσμεῖς δέμας; Eur. Suppl. 1054, vgl. Bacch. 34; Ar. Ran. 108 u. öfter; Schmuck, apparatus, oft bei Her., 1, 24. 7, 15; σκυτίνη, 7, 71, u. sonst; ὅπλων, Thuc. 1, 8; ψιλή, 3, 94; Μηδικαὶ σκευαί, 1, 130; τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἡ ἄλλη σκευή, Plat. Rep. III, 414 d; πολεμικὴν σκευὴν ἐνδεδυκότες, Legg. XII, 947 c; Περσική, Xen. An. 4, 7, 27; später bes. der ganze Anzug eines Schauspielers, Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
appareil, d'où
1 vêtement en gén. ; particul. costume ; équipement militaire ; harnachement de cheval;
2 façon d'être d'un vêtement, mode, air, aspect;
NT: agrès d'un navire.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir ; cf. σκεῦος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευή -ῆς, ἡ [~ σκεῦος] uitrusting, kleding:; ἐνδὺς πᾶσαν τὴν σκευήν nadat hij zijn hele outfit had aangetrokken Hdt. 1.24.5; mode, wijze van kleden:; Μηδικὴ γὰρ αὕτη ἡ σκευή ἐστι want deze manier van kleden is Medisch Hdt. 7.62.1; milit. uitrusting, bewapening:. σκευῇ ψιλῇ χρᾶσθαι licht bewapend zijn Thuc. 3.94.4. uitrusting, tuigage. NT Act. Ap. 27.19.

Russian (Dvoretsky)

σκευή: дор. σκευά
1 платье, одежда, наряд (Περσικὴ σ. Xen.; Μηδικαὶ σκευαί Thuc.);
2 театральный костюм (τραγικὴ σ. Plat.);
3 снаряжение (πολεμικὴ σ. Plat.);
4 рыболовная снасть Pind.;
5 (тж. σ. τοῦ πλοίου NT) корабельная снасть Diod.;
6 конская сбруя Thuc.

English (Strong)

from σκεῦος; furniture, i.e. spare tackle: tackling.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ.
β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.)
2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών απαραίτητων αντικειμένων για ένα ορισμένο σώμα ή σκοπό (α. «σκευή μηχανικού» — όλα τα εργαλεία και όργανα του μηχανικού, τα απαραίτητα για την κατασκευή οχυρωμάτων, γεφυρών κ.ά. έργων
γ. «σκευή πυροβολικού» — το σύνολο τών πολεμικών μέσων, πυρομαχικών και εξαρτημάτων του πυροβολικού)
νεοελλ.-μσν.
βυζαντινό πυροβόλο, γνωστό και ως σκεύος, μηχανή, χώνος, χώνη
μσν.-αρχ.
συνωμοσία, σκευωρία
αρχ.
1. ιματισμός («σκευὰς Μηδικὰς ἐνδυόμενος», Θουκ.)
2. ενδυμασία χορευτών, αοιδών ή ηθοποιών («τραγικὴ σκευή», Πλάτ.)
3. ενδυμασία ιερέων και δημόσιων λειτουργών
4. τρόπος ενδυμασίας, μόδα («Μηδικὴ αὔτη ἡ σκευή ἐστι», Ηρόδ.)
5. το σύνολο τών απαραίτητων αντικειμένων, τα σύνεργα (α. «ἄτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ὀχεοίσας βαθὺ σκευᾱς ἑτέρας», Πίνδ.
β. «καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν», Διόδ.)
6. μτφ. το αιδοίο («τῶν προθύρων ἀπέχου, μὴ σκευὴν ὀλέσης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σκεῦος (βλ. λ. σκεύος)].

Greek Monotonic

σκευή: ἡ (σκεῦος),
I. 1. εξοπλισμός, εξάρτυση, ενδυμασία, ιματισμός, στολή, Λατ. apparatus, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. μόδα, τρόπος ντυσίματος ή αισθητική της ενδυμασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. αρματωσιά, όπως αυτή των διχτυών ψαρέματος, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευή: ἡ, (ἴδε σκεῦος ἐν τέλ.)· - παρασκευή, ἑτοιμασία, ἐνδυμασία, Λατ. apparatus, Ἡρόδ. 7. 15, Σοφ. Ο. Κ. 555, Εὐρ., κλπ.· σκ. Μηδικὰς ἐνδύεσθαι Θουκ. 1. 130· σκευήν τινα περιθέσθαι Πλάτ. Κρίτων 53D· σκευῆς ἀνάθεσις, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Λυσίας 162. 2· μάλιστα ἐπὶ τῆς ἐνδυμασίας ἀοιδοῦ ἢ ὑποκριτοῦ, ἐνδὺς πᾶσαν τὴν σκ. Ἡρόδ. 1. 24, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 108· τραγικὴ σκ. Πλάτ. Πολ. 57Β· ἐπὶ στρατιωτῶν, σκ. ψιλὴ Θουκ. 3. 94· ἐπὶ τῶν χρειωδῶν τῶν ἵππων, «χάμουρα», ὁ αὐτ. 6. 94· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν ἱερέων καὶ τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων, Ἀνδοκ. 15. 10. 2) τρόπος τοῦ ἐνδύεσθαι, ἱματισμός, «μόδα», Μηδικὴ αὕτη ἡ σκ. ἐστι Ἡρόδ. 7. 62· τὴν αὐτὴν σκ. ἔχοντες ὁ αὐτ. 7. 66, πρβλ. 73, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πολὺ αὕτη ἡ σκ. κατέσχεν Θουκ. 1. 6· ἡ σκ. τῶν ὅπλων αὐτόθι 8. II. ὅλα ὁμοῦ τὰ χρειώδη διά τι, οἶον τὰ τοῦ δικτύου, Πινδ. II. 2. 145, πρβλ. ἐνάλιος· ἐπὶ πλοίου, Διόδ. 14. 79, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 19. 2) = αἰδοῖον, Ἀνθ. Π. 5. 242· πρβλ. σκεῦος II. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅπλισις, στολή».

Middle Liddell

σκευή, ἡ, σκεῦος
I. equipment, attire, apparel, dress, Lat. apparatus, Hdt., Soph., etc.
2. a fashion, style of dress or equipment, Hdt., Thuc.
II. tackle, as of a net, Pind.

Chinese

原文音譯:skeu» 士求誒
詞類次數:名詞(1)
原文字根:器具
字義溯源:家具,工具,器具,服飾,裝備;源自(σκεῦος)*=器具,容器)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 器具(1) 徒27:19

English (Woodhouse)

baggage, belongings, dress, equipment, fashion, manner of dress, mode of dress, style of dress

Lexicon Thucydideum

apparatus, habitus, equipment, condition, 1.6.3, [nonnulli codd. several manuscripts κατασκευὴ] 1.8.1, 1.130.1, 3.94.4, 6.94.4.

Translations

conspiracy

Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسه‌چینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова