συν
Greek Monolingual
σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α
(κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική)
1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.)
2. με τη βοήθεια (α. «συν Αθηνά και χείρα κίνει», παροιμ.
β. «σὺν θεῷ» γ. «θεοῦ σὺν παλάμᾳ», Πίνδ.)
3. (για χρονική σύμπτωση ή ακολουθία) κατά τη διάρκεια ή με την παρέλευση (α. «συν τω χρόνω» — με την παρέλευση του χρόνου
β. «καὶ ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρα», Πίνδ.)
4. (για δήλωση συμφωνίας σε εκφράσεις που ισοδυναμούν με επίρρ.) σύμφωνα με... (α. «συν τω νόμω» — εννόμως
β. «σὺν τῷ δικαίῳ και καλῷ», Ξεν.)
5. φρ. «οι συν αυτώ» — οι φίλοι του, οι σύντροφοι ή οι οπαδοί του
νεοελλ.
1. (στα μαθημ. ως σύμβολο της πρόσθεσης) και («οκτώ συν δέκα»)
2. χημ. πρόθημα που χρησιμοποιείται στη στερεοχημεία στις περιπτώσεις γεωμετρικής ισομέρειας με την ίδια έννοια που χρησιμοποιείται και το πρόθημα σις
3. φρ. «τα συν και τα πλην» — τα υπέρ και τα κατά, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα
αρχ.
Α' (αρχικώς είχε τη θέση επιρρήματος)
1. ταυτοχρόνως («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.)
2. ωσαύτως, ομοίως («Δίρκα τε... σὺν τ' Ἀσωπιάδες κόραι», Ευρ.)
3. κυρίως στην ΠΔ τίθεται μεταξύ του μεταβατικού ρήματος και της συντακτικής του πτώσης («ἔκτισεν ὁ θεὸς σὺν τὸν οὐρανὸν καὶ σὺν τὴν γῆν», ΠΔ)
Β'
(ως πρόθεση) Ι. ΘΕΣΗ: 1. τίθεται συνήθως πριν από την πτώση με την οποία εκφέρεται, μερικές φορές όμως τήν ακολουθεί («εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.)
2. συχνά τίθεται μεταξύ του προτασσόμενου επιθέτου και του ουσιαστικού που προσδιορίζεται από αυτό («αὐτῇ σὺν φόρμιγγι», Ομ. Ιλ.)
II. ΣΗΜΑΣΙΕΣ: 1. για δήλωση σύμπραξης, συνεργείας («σύν τινι μάχεσθαι», Ξεν.)
2. για δήλωση του ότι κάποιος ή κάτι είναι προικισμένος με μία ιδιότητα («σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν», Ομ. Οδ.)
3. στην περίπτωση πραγμάτων που λαμβάνονται μαζί και ανήκουν σε κάποιον ή βρίσκονται υπό την κατοχή ή τη διακυβέρνηση κάποιου («σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν», Ομ. Ιλ.)
4. για δήλωση του οργάνου με το οποίο γίνεται κάτι («πλοῦτον ἐκτήσω ξὺν αἰχμῇ», Αισχύλ.)
5. για δήλωση τρόπου με έκφραση η οποία ισοδυναμεί με τροπικό επίρρημα (α. «σὺν τύχῃ» — τυχαίως, Αισχύλ.
β. «σὺν τάχει» — ταχέως, Σοφ.)
6. για δήλωση συνοδείας όσον αφορά πράγματα, καταστάσεις ή συνεργούσες περιστάσεις («ἐλθὼν δ' ἐξαπίνης ἄνεμος σὺν λαίλαπι πολλῇ», Ομ. Ιλ.)
7. για δήλωση αναγκαίας σχέσης ή ακολουθίας, δηλ. αναγκαίων επενεργειών ή αποτελεσμάτων («δημοσίῳ σὺν κακῷ» — ώστε το αποτέλεσμα να είναι η βλάβη όλου του λαού, Θέογν.)
8. φρ. α) «σὺν θεῷ λέγω» — μιλώ με θεϊκή έμπνευση (Ηρόδ.)
β) «σύν τινι εἰμί» ή «σύν τινι γίγνομαι» — είμαι με το μέρος κάποιου (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πρόθεση σύν / ξύν θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. ξύω με τη σημ. «άπτομαι, αγγίζω, έρχομαι κοντά» (πρβλ. και τα λιθουαν. su «μαζί» και αρχ. σλαβ. sŭ). Αρχικός είναι ο τ. ξύν, όπως αποδεικνύει το μυκην. ku-su, ενώ ο τ. σύν έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτικού ουρανικού. Στην ιων.-αττ. χρησιμοποιείται ο τ. σύν. Ο Θουκυδίδης, ωστόσο, χρησιμοποιεί τον τ. ξύν. Το τελικό -ν, εξάλλου, του τ. είναι, πιθανότατα, δευτερογενές (βλ. λ. μεταξύ). Ο τ. σύν αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως επίρρημα με σημ. «ταυτόχρονα, ομοίως». Η πρόθεση σύν, τέλος, χρησιμοποιείται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθέτων όλων τών περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. συν-)].
Russian (Dvoretsky)
συν: староатт. ξυν-, перед γ, κ, ξ и χ - συγ- и ξυγ-, перед β, μ, π, φ и ψ - συμ- и ξυμ-, перед σ с согласным и ζ - συ- и ξυ- приставка со знач.:
1 совместности действия, соучастия (συμπάσχω);
2 собирательности (σύμφυτος, σύνδυο);
3 одновременности (σύγχρονος);
4 завершенности, полноты действия (συγκαλύπτω).