φορολογικός

Greek Monolingual

-ή, -ό / φορολογικός, -ή, -όν, ΝΜ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φορολογική απαλλαγή»
(οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση της υποχρέωσης ενός προσώπου να πληρώσει φόρο λόγω του εισοδήματος που αποκτά, της περιουσίας που έχει ή τών συναλλαγών που κάνει
β) «φορολογικά δικαστήρια»
(διοικ. δίκ.) δικαιοδοτικά όργανα, αρμόδια για την επίλυση τών φορολογικών διαφορών
γ) «φορολογικά κίνητρα λόγω επενδύσεως»
(οικον.) κίνητρα που συνίστανται στη δυνατότητα τών επιχειρήσεων να εκπέσουν ένα προκαθορισμένο ποσοστό ενός συγκεκριμένου κόστους επενδύσεως από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις επιπροσθέτως τών συνήθων αποσβέσεων
δ) «φορολογικές απαλλαγές λόγω επενδύσεων»
(οικον.) φορολογικές απαλλαγές που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να εκπέσουν ένα μέρος ενός κόστους κεφαλαίου από το φορολογήσιμο εισόδημά τους
ε) «φορολογικές διαφορές»
(νομ.) διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικών αρχών κατά την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας
στ) «φορολογική δήλωση»
(οικον.) i) έγγραφη δήλωση τών φορολογούμενων φυσικών και νομικών προσώπων προς τις φορολογικές αρχές για τα εισοδήματα που απέκτησαν στη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους
ii) το έντυπο που συμπληρώνουν και καταθέτουν στην Εφορία ετησίως οι φορολογούμενοι
ζ) «φορολογική δικονομία»
(νομ.) το σύνολο τών κανόνων οι οποίοι ορίζουν τα δικαστικά όργανα της πολιτείας και τη διαδικασία επίλυσης τών φορολογικών διαφορών που φέρονται ενώπιόν τους, αλλ. δικονομικό φορολογικό δίκαιο
η) «φορολογική επιβάρυνση» — το φορολογικό βάρος
θ) «φορολογική νομοθεσία»
(νομ.) το σύνολο τών νόμων που διέπουν τη φορολογία σε ένα κράτος
ι) «φορολογική πολιτική»
(οικον.) το σύνολο τών φορολογικών μέτρων που λαμβάνει μια κυβέρνηση και τα οποία αφορούν την επιβολή ή την κατάργηση φόρων, τον καθορισμό του ύψους τών φορολογικών συντελεστών, τις φοροαπαλλαγές, τους συμψηφισμούς φορολογικών οφειλών κ.ά.
ια) «φορολογική προθεσμία»
(νομ.-οικον.) η σύμφωνα με το φορολογικό δίκαιο καθορισμένη προθεσμία μέσα στην οποία ο φορολογούμενος οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση του
ιβ) «φορολογική υποχρέωση»
(νομ.) η από τον νόμο προκύπτουσα, σε χρήμα ή σε είδος, φορολογική ενοχή του υποχρέου, η οποία αντιστοιχεί προς το φορολογικό δικαίωμα του δημοσίου
ιγ) «φορολογικό απόρρητο»
(οικον.) η υποχρέωση της φορολογικής αρχής να χρησιμοποιεί τα φορολογικά στοιχεία του φορολογουμένου μόνον για φορολογικούς σκοπούς και να μην επιτρέπει σε τρίτα πρόσωπα την με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση τους
ιδ) «φορολογικό βάρος»
(οικον.) το σύνολο του καταβαλλόμενου φόρου σε σχέση με το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος, το οποίο προκύπτει ως άθροισμα τών φορολογικών κρατήσεων και της φορολογίας υπέρ τρίτων που θεσπίζονται από το κράτος και από τις τοπικές διοικήσεις, αλλ. φορολογική επιβάρυνση
ιε) «φορολογικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος του δημόσιου δικαίου και, ειδικότερα, του διοικητικού δικαίου, που αποτελεί το σύνολο τών νόμων και κανονισμών οι οποίοι διέπουν τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη τη φορολογία και ρυθμίζουν την επιβολή και είσπραξη τών φόρων
ιστ) «φορολογικό σύστημα»
(νομ.-οικον.) το σύνολο τών φορολογιών ενός κράτους, εξεταζόμενο με βάση τις επιστημονικές αρχές που το διέπουν
ιζ) «φορολογικός συντελεστής»
(οικον.) συντελεστής ο οποίος, πολλαπλασιαζόμενος επί το φορολογητέο εισόδημα, δίνει τον προς καταβολή φόρο και του οποίου η τιμή βαίνει αύξουσα στην προοδευτική φορολογία, δηλαδή σε υψηλότερο εισόδημα αντιστοιχεί μεγαλύτερος συντελεστής
ιη) «κώδικας φορολογικών στοιχείων»
(νομ.) συστηματική διάρθρωση σε ενιαίο κείμενο τών διατάξεων που ορίζουν ποια βιβλία πρέπει να τηρούν και ποια στοιχεία ή δηλώσεις να εκδίδουν, να παρέχουν, να ζητούν, να λαμβάνουν ή να διαφυλάσσουν οι επιτηδευματίες ως παραστατικά τών φορολογικώς ενδιαφερουσών δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο πληρέστερος δυνατός έλεγχος εκ μέρους της φορολογικής αρχής.
επίρρ...
φορολογικώς Ν
από την άποψη της φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ. Το επίρρ., στον λόγιο τ. φορολογικώς, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].