ἀκέφαλος

English (LSJ)

ἀκέφαλον,
A headless: οἱ ἀκέφαλοι, fabulous creatures in Libya, Hdt.4.191; ἀκέφαλοι ταῦροι J.BJ4.8.4.
2 without beginning, λόγος, μῦθος, Pl.Phdr.264c, Lg.752a; without peroration, μῦθος Luc.Scyth.9; of verses which lack the first mora, Heph.6.2,al., cf. Ath.14.632d. Adv. ἀκεφάλως = without the initial part, without beginning, without introduction, without exordium, ἐμβάλλειν τοῖς πράγμασι Hermog.Inv.2.7.
3 αἵρεσις ἀκέφαλος = sect with no known head, Suid.; ἀκέφαλοι, οἱ, Just.Nov.109 Praef.
II = ἄτιμος, Artem.1.35; cf. Lat. capite deminutus.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene cabeza, descabezado νεκρός Plu.Galb.28, εἴδωλον ἀνδρός Plu.2.417e, ταῦρος I.BI 4.479, σῶμα Plu.Mar.44, Luc.Hist.Cons.23, θεός de Osiris PMag.7.233, 8.91, de un alfiler χαλκῆ βελόνη ἀκέφαλος PMag.7.442
subst. ὁ Ἀκέφαλος = el Acéfalo, divinidad sin cabeza gener. identificada c. Osiris PMag.2.11, 5.98, de unos seres míticos de Libia οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες Hdt.4.191
fig. πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον ... μήτε ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν Pl.Phdr.264c
de ahí incompleto μῦθος Pl.Lg.752a, Luc.Scyth.9
ret. que carece de exordio, Rhet.1.431.6
métr. acéfalo de versos sin la primera mora = ἀκεφάλον ἰαμβικόν Heph.6.2, ἀκεφάλους ... στίχους καὶ λαγαρούς, ἔτι δὲ μειούρους Ath.632d.
2 fig. que está sin jefe αἵρεσις secta monofisita propugnada por Severo entre otros, Sud., cf. PMag.Christ.15b.4, οἱ Ἀ. miembros de tal secta Iust.Nou.109 proem., Eust.Mon.Ep.35, Isid.Etym.8.5.66.
3 bot., de plantas que carece de bulbo τὸ δὲ γήτειον καλούμενον ἀκέφαλόν τι καὶ ὥσπερ αὐχένα μακρὸν ἔχον el tipo de cebolla llamada γήτειον (¿la cebolleta?) no tiene bulbo sino una especie de cuello grueso Thphr.HP 7.4.10
dud., n. de cierto árbol, PTeb.343.5, 88 (II d.C.).
II jur. degradado, que pierde todo derecho, lat. capite deminutus Artem.1.35.
III adv. ἀκεφάλως = sin principio, sin introducción o exordio Hermog.Inu.2.7, ἀπροδιηγήτως καὶ ἀκέφαλος Tz.ad Hes.Op.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans tête ; οἱ ἀκέφαλοι HDT les hommes sans tête, peuple fabuleux de Libye;
2 p. anal. sans commencement en parl. d'un récit.
Étymologie: , κεφαλή.

German (Pape)

kopflos (κεφαλή); bei Her. 4.191 sind die ἀκέφαλοι fabelhafte Geschöpfe in Libyen; σώματα. νεκροί Plut. Mar. 44, Galb. 28. – übertragen, ohne Anfang, λόγος Plat. Phaedr. 264c; ohne Vollendung, Legg. VI.752a; vgl. Luc. Scyth. 9 ἐπάγω τῷ μύθῳ τὸ τέλος, ὡς μὴ ἀκέφαλος περινοστοίη; – αἵρεσις ἀκ., Partei ohne Parteihaupt, Suid. K.S.
Bei den Gramm. στίχοι, Hexameter, die mit kurzer Silbe anfangen; s. Athen. XIV.632d.
Bei Artemidor. 1.35 und Vetera Lexicaἄτιμος, das römische capite deminutus.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέφᾰλος:
1 безголовый: οἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» (мифическое племя в Ливии);
2 обезглавленный (νεκροί, σώματα Plut.);
3 не имеющий начала или конца (λόγος, μῦθος Plat., Luc.): ἀκέφαλος στίχος Plut. гексаметр, начинающийся коротким слогом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέφᾰλος: -ον, ἄνευ κεφαλῆς· οἱ ἀκέφαλοι, μυθώδη ὄντα ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4.191· πρβλ. Πλίν. 5.8. 2) ἄνευ ἀρχῆς, λόγος, μῦθος, Πλάτ. Φαῖδρ. 264C, Νόμ. 752Α· στίχοι ἀκ., ἑξάμετροι ἀρχόμενοι ἀπὸ βραχείας συλλαβῆς, Ἀθήν. 632D, Γαισφ. Ἡφαιστ. σ. 181. 3) αἵρεσις ἀκ., = αἵρεσις ἄνευ γνωστῆς τινος κεφαλῆς, Σουΐδ., κτλ., ἀκέφαλοι = σχισματικοί, Ἐκκλ. ΙΙ. = ἄτιμος, τὸ τοῦ Ὁρατίου capitis minor, Ἀρτεμίδ. 1.35.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέφαλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κεφάλι
«ακέφαλο νεογνό», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῖχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)
2. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκέφαλος κῶδιξ», «ἀκέφαλος λόγος, μῡθος» (Πλάτ. Φαίδρος 264c, Νόμ. 752a)
μσν.- νεοελλ.
1. άμυαλος, ανόητος, αναίσθητος
2. εκείνος που δεν έχει αρχηγό, ομάδα που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο κόμμα», κληρικός που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου1
μσν.
«αἵρεσις ἀκέφαλος» — αίρεση που δεν είναι γνωστός ο αρχηγός της (Σούδα, Ιουστιν. Νεαρ. 109)
II αρχ.
1. (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)
2. όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, ο «άτιμος» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)
3. αστρον. αστέρι που φαίνεται μπροστά από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)
4. επίρρ. ἀκεφάλως
χωρίς λογική αρχή
«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῖς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κέφαλος < κεφαλή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακεφαλία, ακεφαλιά, ακεφαλοσύνη].

Greek Monotonic

ἀκέφᾰλος: -ον (κεφαλή) ο χωρίς κεφάλι, ακέφαλος, σε Ηρόδ.
2. ο άνευ αρχής, λόγος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κεφαλή
1. without head, Hdt.
2. without beginning, λόγος Plat.

Léxico de magia

-ον I acéfalo, sin cabeza de un león ψυχρηλατήσας ποίησον δάκτυλον, ἐφ' ᾧ γεγλύφθω λέων ἀ. forja en frío un anillo en el que quede grabado un león acéfalo P IV 2132 sent. fig. de una aguja γράφε δὲ (τὴν πλάκαν) χαλκῇ βελόνῃ ἀκεφάλῳ graba la lámina con una aguja de bronce sin cabeza P VII 442 II 1 acéfalo de un dios ἐπικαλοῦμαί σε τὸν ἀκέφαλον θεὸν, τὸν ἐπὶ τοῖς ποσὶν ἔχοντα τὴν ὅρασιν te invoco a ti, el dios acéfalo, el que tiene la visión en los pies P VII 233 P V 145 P VII 243 P VIII 91 SM 90 fr.D.5 2 subst. ὁ ἀ. el Acéfalo, divinidad sin cabeza (identificada con Osiris, Besas, etc.) ἐπίφερε δὲ καὶ ... <τὰ> τοῦ πιττακίου, ὅπου ὁ ἀκέφαλος γράφεται añade también las palabras de la tablilla donde está grabado el Acéfalo P II 11 σὲ καλῶ τὸν ἀκέφαλον, τὸν κτίσαντα γῆν καὶ οὐρανόν a ti te invoco, el acéfalo, el que creó tierra y cielo P V 98 ἅγιε Ἀκέφαλε, ἀπάλλαξον τὸν δεῖνα ἀπὸ τοῦ συνέχοντος αὐτὸν δαίμονος sagrado Acéfalo, libera a fulano del demon que lo posee P V 125 P V 130 III subst. acéfalo miembro de una determinada secta ὅτι δικάσιμον ἔχω μετὰ τινων ἀκεφάλων porque tengo un litigio con unos acéfalos C 15a 14 C 15b 4

Translations

headless

Chinese Mandarin: 無頭的, 无头的; Czech: bezhlavý; Esperanto: senkapa; Finnish: päätön; French: sans tête, acéphale, décapité; German: kopflos; Greek: ακέφαλος; Ancient Greek: ἀκέφαλος; Ido: senkapa; Lithuanian: begalvis; Middle English: heedles; Polish: bezgłowy; Portuguese: acéfalo; Russian: безголовый, обезглавленный; Serbo-Croatian Cyrillic: безглав; Roman: bezglav