ἀμνός

English (LSJ)

ὁ, lamb, S.Fr.751, Ar.Av.1559; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους lambs in temper, Id.Pax935: metaph., ὁ ἀμνός τοῦ θεοῦ = the lamb of God, Lat. agnus Dei, Ev.Jo.1.36: fem. (cf. ἀμνή, ἀμνίς), Theoc.5.144,149, AP5.205.—Oblique cases usually formed from ἀρήν, q.v. (For ἀβνός, i.e. agynos, cf. Lat. agnus.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Morfología: [ἡ ἀ. Theoc.5.144, AP 5.205]
cordero S.Fr.751, Ar.Au.1559, Achae.14, Autocr.3 (cód.), Arist.Fr.507, SEG 25.166.5 (Ática IV a.C.), Theoc.5.24, 144, 149, 8.14, Arat.1106, SIG 1024.9 (III a.C.), Nic.Al.151, Ph.1.602, LXX Ge.30.40, Nu.6.12, 29.23, Le.9.3, 12.6, AP 5.205, 6.282 (Theodorus), Ael.NA 4.15, Poll.7.184, Ael.Dion.α 99, Paus.Gr.α 89, Eust.1627.12
fig. ref. a la mansedumbre de carácter ἐσόμεθ' ἀλλήλοισιν ἀμνοὶ τοὺς τρόπους Ar.Pax 935
del Cordero de Dios ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου Eu.Io.1.29, cf. 1.36, Nonn.Par.Eu.Io.1.29, 1.36, PBerol.inv.1163.23 (V/VI d.C.) en AfP 21.1971.63.
• Etimología: De *H2og(h)nós, cf. lat. agnus, aesl. (j)agnę, aingl. ēnian, airl. ūan, etc.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
agneau ; ἡ ἀμνός agneau femelle, agnelle, animal.
Étymologie: DELG cf. lat. agnus.

Russian (Dvoretsky)

ἀμνός: ὁ и ἡ ягненок, агнец Arph., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἀρνίον, Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «ὡσαύτως διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ ἀμνίς. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ εἶναι ἐν χρήσει ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ ἀρνός. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (from Sophocles and Aristophanes down), a lamb: τοῦ θεοῦ, consecrated to God, ἀρνίον.

Greek Monolingual

ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα)
1. το νεογνό του προβάτου, αρνί, αρνάκι
2. φρ. «ο αμνός του Θεού» ο Χριστός
μσν.
το ύφασμα του επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα του Χριστού
αρχ.
1. ανόητος, κουτός
2. άκακος, πράος, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀμνὸς χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελληνική παράλληλα προς το ἀρὴν (ἀρνός), για να δηλώσει το αρνί, το μικρό του προβάτου. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε IE agwnos (> abvos > ἀμνός, με αφομοίωση)
πρβλ. αρχ. ιρλ. ūan (< oūan). Οι συγγενείς τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών -λατ. agnus (από όπου τα γαλλ. agneau, ιταλ. agno), αρχ. σλαβ. agnę, αγγλ. yean «βελάζω»- θα μπορούσαν να αναχθούν σε IE agwhnos (με δασύ χειλοϋπερωικό σύμφωνο -gωh- αντί μέσου ηχηρού -gw-), εφόσον το υπερωικό -g- στους τύπους αυτούς είναι αρχικό και όχι (υστερογενές) προϊόν αφομοιώσεως. Στη Ν. Ελληνική επικράτησε, αντί του αμνός, ο τ. αρνί: ἀρήν, ἀρν-ὸς > ἀρνί-ον υποκορ. > αρν-ί (πρβλ. παῖς, παιδ-ὸς > παιδ-ίον > παιδ-ί), ενώ ο τ. αμνός διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως όρος της εκκλησιαστικής κυρίως (και της λόγιας) γλώσσας. Όπως η λ. ἄρτος έναντι της λ. ψωμί, η οἶνος, έναντι του κρασί, έτσι και η λ. ἀμνὸς έναντι του τ. αρνί απετέλεσαν μια σειρά από λέξεις στερεότυπες της εκκλησιαστικής γλώσσας που καθιερώθηκαν με τον παραδεδομένο τους τύπο στη γλώσσα της λατρείας, ενώ τη θέση τους στην καθημερινή γλώσσα πήραν άλλες, κατά κανόνα, νεώτερες λέξεις.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμνεῖος-ἀμναῖος, ἀμνειός, ἀμνίον, ἄμνιος, ἀμνοκῶν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμνοσκοπία, αμνοφαγία].

Greek Monotonic

ἀμνός: ὁ, αρνί, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, πρόβατα ως προς τον χαρακτήρα, στη συμπεριφορά, στον ίδ.· για τις πλάγιες πτώσεις χρησιμ. τα ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα· βλ. ἀρνός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: lamb (S.).
Other forms: ἀμνόα πρόβατον, οἱ δε ἀμνός H., unreliable.
Compounds: ἀμνοκῶν stupid like a sheep (κοέω) Taillardat, Images 453. ?ἀμνοκόμος (Latte for -κόπος). ποιμήν H.
Derivatives: Special feminine forms: ἀμνή, (Cos etc..), ἀμνίς (Theoc.). Adj.: ἀμνεῖος (Theoc.); from there ἀμνεῖον, ἀμνίον, also -ός, inner membrane surrounding the foetus (Emp.).
Origin: IE [Indo-European] [9] *h₂e/ogʷno- lamb
Etymology: Identical with Lat. agnus (avillus). OIr. ūan with initial o- (*h₂o-), OCS agnę (with long vowel and acute from Winter's Law). However OE ēanian, Engl. yean, Dutch oonen from PGm. *aunōn seems to suppose -gʷʰ- (but there must be another solution). *o- from ovis? Schrijver Lar. Lat. 39, 438.

Middle Liddell

a lamb, Soph., Ar.; ἄμνοι τοὺς τρόπους, lambs in temper, Ar.:—for the oblique cases, ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα are used; v. ἀρνός.

Frisk Etymology German

ἀμνός: {amnós}
Grammar: m. f.
Meaning: Lamm (S., Ar., Theok., LXX usw.).
Derivative: Besondere Femininformen: ἀμνή, -ά (Kos, Gortyn u. a.), ἀμνάς (LXX usw.), ἀμνίς (Theok.). Adjektiva: ἀμνεῖος (Theok.), ἀμναῖος (Pap.) ‘aus Lamm(fell) gemacht’; daraus wohl übertragen ἀμνεῖον, ἀμνίον, auch ἀμνειός, ἄμνιος inneres Häutchen des Fötus (Emp., Hippiatr., Sor., Gal.). — Unklar und zweifelhaft: ἀμνόα· πρόβατον, οἱ δὲ ἀμνός H.
Etymology: ἀμνός kann mit lat. agnus urverwandt sein (gemeinsame Grundform idg. *agnos). Im Keltischen, Germanischen, Slavischen kommen ähnliche Formen vor, die jedoch in Einzelheiten voneinander abweichen: air. ūan mit anlautendem ŏ-, aksl. agnę mit anl. ō- oder ā-, ags. ēanian, engl. yean lammen aus urg. *aunōn mit mehrdeutigem Anlaut. Näheres Thurneysen A Gram. of Old Irish 137, WP. 1, 39, Pok. 9, W.-Hofmann s. agnus.
Page 1,93-94

Chinese

原文音譯:¢mnÒj 暗挪士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:羔羊 相當於: (צֹאן‎) (שֶׂה‎)
字義溯源:羔羊^,一歲大的羊,羊羔。這字四次使用,都是隱喻的指著基督說的。
同義字:1) (ἀμνός)羔羊 2) (ἀρήν)羔羊 3) (ἀρνίον)小羊 4) (προβάτιον / πρόβατον)羊
出現次數:總共(4);約(2);徒(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 羔羊(3) 約1:29; 約1:36; 彼前1:19;
2) 羊羔(1) 徒8:32

Mantoulidis Etymological

(=ἀρνί). Ἀπό τό ἀϝνός → ἀβνός → ἀμνός.

Translations

lamb

Abkhaz: а-сыс, а-ҭсыс; Adyghe: шъынэ; Albanian: qengj, bec, sheleg, rrunë; Arabic: حَمَل, خَرُوف; Egyptian Arabic: أُوزي; Moroccan Arabic: خروف, خروفة, نعجة, حولي; South Levantine Arabic: خروف; Armenian: գառ; Old Armenian: գառն; Aromanian: njel, njauã, njioarã; Asturian: corderu; Avar: къегӏер; Azerbaijani: quzu; Bakhtiari: بره; Bashkir: бәрәс; Basque: arkume; Bats: ბოტ, ბოჰ̡, ჩუჲხი̂; Belarusian: ягня, ягнё, баранчык; Breton: oan; Bulgarian: агне; Burmese: သိုးကလေး; Buryat: хурьган; Catalan: xai, anyell, corder, be; Chechen: ӏахар; Chinese Mandarin: 羊羔, 羔, 羔羊; Chuvash: путек; Classical Nahuatl: ichcaconētl; Cornish: on; Crimean Tatar: qozu; Czech: jehně, beránek; Dalmatian: anjial, sugol; Danish: lam; Dutch: lam, lammetje; Esperanto: ŝafido; Estonian: tall; Faroese: lamb; Finnish: karitsa; French: agneau, agnelle; Old French: agniau; Friulian: agnel; Galician: año, rexelo, neixente,cordeiro, andosco, carruxo, añagota; Georgian: ბატკანი, კრავი; German: Lamm; Gothic: 𐍅𐌹𐌸𐍂𐌿𐍃, 𐌻𐌰𐌼𐌱; Greek: αρνί; Ancient Greek: ἀμνά, ἀμνάς, ἀμνή, ἀμνίς, ἀμνός, ἀρήν, ἀρνίον, ἀρνός, φάγιλος; Greenlandic: savaaraq; Hebrew: טָלֶה, שֶׂה; Hindi: बर्रा, मेमना; Hungarian: bárány; Icelandic: lamb; Ido: mutonyuno, mutonyunulo, mutonyunino; Indonesian: anak domba, cempe; Ingrian: voonna; Ingush: ӏаьхарг; Irish: uan; Old Irish: úan; Italian: agnello, agnellino, agnella; Japanese: 子羊, 小羊, ラム; Javanese: ꦕꦼꦩ꧀ꦥꦺ; Kabardian: щынэ; Kalmyk: хурһн; Kashmiri: چھِرٕ; Korean: 어린양; Kurdish Central Kurdish: بەرخ; Laki: وەرک, ڤەرک; Northern Kurdish: berx; Southern Kurdish: وەرک; Latin: agnus, agnellus; Latvian: jērs; Laz: მჩხუიში თიკანი; Lithuanian: ėriukas; Livonian: ūoņki; Low German: Lamm, Schaaplamm, Schooplamm, Bählamm, Bucklamm, Aulamm; Macedonian: јагне; Malay: anak biri-biri; Maltese: ħaruf; Manx: eayn; Maori: reme; Marathi: कोकरू; Mariupol Greek: арны; Mazanderani: ورکا; Megleno-Romanian: ńel; Mi'kmaq: jijgluewji'j anim; Mingrelian: კირიბი; Mongolian: хурга; Navajo: dibé yázhí; Norman: angné; Norwegian: lam; Occitan: anhèl, anhèla; Old Church Slavonic Cyrillic: агнѧ, агньць; Old East Slavic: агньць, ꙗгнѧ, агнѧ; Old English: lamb; Old Norse: lamb; Ossetian: уӕрыкк, далыс; Ottoman Turkish: قوزی; Persian: بره; Polish: jagnię, baranek; Portuguese: anho, cordeiro; Punjabi: ਲੇਲਾ; Romanian: miel, mioară, mia; Romansch: agnè, tschut; Russian: ягнёнок, агнец, барашек; Sardinian: angione, anzone, bitti; Saterland Frisian: Loum; Scots: lammie; Scottish Gaelic: uan; Serbo-Croatian Cyrillic: јагње, јање; Roman: jagnje, janje; Sicilian: agneddu; Slovak: jahňa, baránok; Slovene: jágnje; Sorbian Lower Sorbian: jagnje; Spanish: cordero; Svan: ჟინაღ; Swahili: mwanakondoo; Swedish: lamm; Tagalog: kordero; Taos: kʼùoʼȕʼúna; Tarifit: izmar; Turkish: kuzu; Ugaritic: 𐎛𐎎𐎗; Ukrainian: ягня, ягнятко, баранчик; Uyghur: پاقلان; Venetian: agneło, agnel, gnel, ciot, gnelot; Vietnamese: cừu con, cừu non; Volapük: jipül, hijipül, jijipül, jipülil, liäm, smajip, sugajipül, sugahijipül, sugajijipül; Votic: talli, võdnõ; Walloon: bedot, agnea; Welsh: oen; West Frisian: lamme; Wolof: mbote mi; Yakut: бараан оҕото; Yiddish: לאַם; Zazaki: kavırek, kavır