ἀρίδηλος

English (LSJ)

[ᾰρῐ], Dor. ἀρίδηλος (v. infr.), also ἀρίδᾱλος, ον, in pr. n., IG12(1).741 (Rhodes):—
A clear, distinct, far seen, Ὄσσα Simon.130, cf. Arat.94; bright, Ἀνταύγης Orph.Fr.237; ἀρίδηλον μνᾶμα IG7.52 (Megara), cf. Charito 4.1.
II manifest, τάδε γὰρ ἀ. Hdt.8.65, Ph. 1.276, al., Porph.Chr.35: Comp., Ph.1.331: Sup., ib.690; also f.l. for ἀΐδηλα in Tyrt. 11.7.
III conspicuous, magnificent, ἀγῶνα τῶν πρόσθεν ἀριδηλότερον Arr.An.7.14.10; famous, Eun.VS p.456 B. (Comp.). Adv. ἀριδήλως Them.Or.2.26c, Sch.Ar.Pl.948: Comp., Ph.1.451: Sup. ἀριδηλώτατα (sic) Hsch.—Ep., Ion., and later Prose.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἀρήδηλος Didym.M.39.805C
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1muy visible, que se ve desde lejos Ὄσσα Simon.142.3D., Ἀρκτοφύλαξ Arat.94, Ἀνταύγης Orph.Fr.237.4, μνᾶμα IG 7.52.1 (Mégara), τάγος Charito 4.1.5, σῆμα Q.S.1.822, ἀστήρ Q.S.5.131, pred. Εἰραφιώτης ἀστράπτων ἀρίδηλος Nonn.D.14.230
que se oye a lo lejos, penetrante, claro ἰωή Nonn.Par.Eu.Io.20.16.
2 distinguido, famoso Διονύσιος Eun.VS 456, Ἠελίου γενεή A.R.4.727, γένεσις Ph.1.331, ἀγών Arr.An.7.14.10, ἔργα Q.S.13.474.
3 claro, evidente τάδε γὰρ ἀρίδηλα Hdt.8.65, τῷ δὲ θεῷ ... πάντα ἀρίδηλα Ph.1.276, παραδείγματα Ph.1.690, μαρτυρία Didym.l.c., θεῶν ... ὁμοκλή Q.S.14.442
neutr. compar. como adv. ἀριδηλότερον τὰ γράμματα ἐξηγούμενος Them.Or.2.26c, cf. Ph.1.451, sup. Hsch.; cf. ἀρίζηλος.
II adv. ἀριδήλως = clara, evidentemente Sch.Ar.Pl.948, Hsch.

German (Pape)

[Seite 350] sehr deutlich, offenbar, Her. 8, 65; Ap. Rh. 4, 727; καὶ ἀμφαδὰ ἔργα 3, 615. Vgl. Folg.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, évident.
Étymologie: ἀρι-, δῆλος.

Greek Monolingual

ἀρίδηλος, -ον (Α)
1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά
2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος
3. περιφανής, θαυμαστός
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀριδήλως
ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + δήλος «φανερός, ορατός»].

Greek Monotonic

ἀρίδηλος: Δωρ. -δᾱλος, -ον·
I. ευδιάκριτος, ορατός από μακριά, σε Σιμων.
II. εμφανής, αρκετά καθαρός, προφανής, καταφανής, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίδηλος: вполне ясный, совершенно очевидный Her.

Middle Liddell

I. very distinct, far seen, Simon.
II. quite clear, manifest, Hdt.

Translations

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike