ἐτάζω

English (LSJ)

aor. 1 ἤτασα (v. infr.),
A examine, test, mostly in compd. ἐξετάζω (for which it is v.l. in Hdt.3.62, ap.AB96), cf. παρετάζω; τοὺς ἀδικέοντας Democr.266; ἐτάζει (etym. of ἔτος) Pl.Cra.410d; freq. in LXX, ὁ ἐτάζων καρδίας 1 Ch.29.17; ἐτάζουσι Polusap.Stob.3.9.51: aor. 1 inf. ἐτάσαι Aristid.1.460J. (prob. l.): c. dupl. acc., ἤν με Μουσάων ἐτάσῃς χάριν AP7.17 (Tull. Laur.); reveal, unmask, τινα ib.12.135 (Asclep.):—Pass., LXX Wi.6.7, al.
2 visit, try, afflict, τινα μεγάλοις ἐτασμοῖς ib.Ge.12.17. (Fr. ἐτός (B) as δοκιμάζω fr. δόκιμος.)

German (Pape)

[Seite 1046] (ἐτός), sehen, ob Etwas wahr ist prüfen, erforschen, Plat. Crat. 410 d; sonst in Prosa nur ἐξετάζω. Aber einzeln bei sp. D., wie Tull. Laur. 3 (VII, 17); Asclpds. 10 (XII, 135), u. bei Byzantinern.

French (Bailly abrégé)

vérifier, rechercher, examiner, contrôler.
Étymologie: ἐτός.

Russian (Dvoretsky)

ἐτάζω: исследовать, проверять Plat., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτάζω: ἐξετάζω, δοκιμάζω, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτῳ τύπῳ ἐξετάζω (ἀνθ’ οὗ κεῖται ὡς διαφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 3. 62)· ἀλλ’ ἐτάζει (μόνον πρὸς ἐτυμολογικοὺς σκοποὺς) Πλάτ. Κρατ. 410D· ἐτάζουσι Πῶλος παρὰ Στοβ. 105. 47· ὑποτ. ἀορ. ἐτάσῃς Ἀνθ. Π. 7. 17., 12. 135. ― Παθ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ς΄, 7, κ. ἀλλ.): (ἴδε ἐν λ. ἐτεός).

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐτάζω)
(συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.)
το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α' Παραλειπομένων
αρχ.-μσν.
υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς», ΠΔ)
αρχ.
αποκαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παράγωγο του επιθ. ετός, που απαντά μόνο στον τύπο ετά «αληθή, αγαθά» και του οποίου η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Πρόκειται μάλλον για ρηματικό επίθετο του ειμί αναγόμενο σε ΙΕ τύπο s-e-to-s και συγγενές με τα αρχ. ινδ. satya- «αληθής» και αρχ. ισλ. sannr «αληθής». Η ψίλωση αποδίδεται στην ιωνική προέλευση της λέξεως, η όλη όμως ετυμολογία είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. αρχ. έτασις, ετασμός, εταστής.
ΣΥΝΘ. ανετάζω, αντεξετάζω, αντιπαρεξετάζω, διεξετάζω, εξετάζω, επεξετάζω, κατεξετάζω, παρεξετάζω, παρετάζω, προεξετάζω, προσεξετάζω, συνεξετάζω.

Greek Monotonic

ἐτάζω: εξετάζω, δοκιμάζω, ερευνώ, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: examine, test (Hdt. 3, 62 v.l., Democr. 266, Pl. Kra. 410d, LXX),
Other forms: Aor. ἐτάσαι
Compounds: mostly ἐξ-ετάζω, aor. ἐξετάσαι, -άξαι (Theoc.) etc. find out, inquire exactly (Ion.-Att.); also with prefix, e. g. ἐπ-, συν-, προ-εξετάζω; Arc. παρ-hετάζω in παρ-hεταξάμενος, παρ-ετάξωνσι have approved (Tegea IVa; unless from παρ-ίημι approve, πάρ-ετος).
Derivatives: ἔτασις, ἐτασμός proof, test (LXX), ἐταστής = ἐξετ. (Lampsakos). - ἐξέτασις enquiry, test (Att.), -σία id. (Astypalaea, Rom. times; cf. Schwyzer 469), ἐξετασμός id. (D.); ἐξεταστής inspector, controller (Aeschin., Arist., inscr.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1,227) with ἐξεταστήριον inspection (Samos IIa), ἐξεταστικός ready for control, belonging to controll (X., D.), Ἐξεταστέων PN (Bechtel Namenstud. 22).
Origin: IE [Indo-European] [??] *set- be stable
Etymology: Denomin. of ἐτός, only found in ἐτά ἀληθῆ, ἀγαθά H.; so prop. verify, check the truth. - Not certainly explained. Usually ἐτός is considered a verbal adjective of εἰμί to be (Schwyzer 502); ἐτός for *ἑτός (IE *s-e-tó-s), so like Germ., e. g. ONo. sannr (PGm. *sánÞa-), Skt. satyá- true (IE *s-ón-t-o-, resp. *s-n̥-t-i̯ó-) existing, real?; but this would be *h₁s-nt- or *h₁s-eto-, which would result in different forms; against it Luther "Wahrheit" und "Lüge" 51. De Lamberterie (RPh 71 (1997)160, following Pinault, assumes a stem *set-u-; see on ἐτεός and ὅσιος.

Middle Liddell

to examine, test, Anth.

Frisk Etymology German

ἐτάζω: {etázō}
Forms: Aor. ἐτάσαι
Grammar: v.
Meaning: prüfen (Hdt. 3, 62 v.l., Demokr. 266, Pl. Kra. 410d, LXX u. a.),
Composita: gew. ἐξετάζω, Aor. ἐξετάσαι, -άξαι (Theok.) usw. ausforschen, genau untersuchen, mustern, ausfragen (ion. att.); auch mit Präfix, z. B. ἐπ-, συν-, προεξετάζω; ark. παρ-hετάζω in παρ-hεταξάμενος, παρετάξωνσι sich zubilligen lassen, billigen (Tegea IVa); falls nicht vielmehr von παρίημι zugestehen, πάρετος.
Derivative: Ableitungen. ἔτασις, ἐτασμός Prüfung, Plage (LXX), ἐταστής = ἐξετ. (Lampsakos). — ἐξέτασις Prüfung, Musterung (att.), -σία ib. (Astypalaea, Kaiserzeit; vgl. Schwyzer 469), ἐξετασμός ib. (D. usw.); ἐξεταστής Untersucher, Kontrollbeamter (Aeschin., Arist., Inschr.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1,227) mit ἐξεταστήριον Kontrollamt (Samos IIa), ἐξεταστικός zur Prüfung geschickt, zum Kontrollbeamten gehörig (X., D. u. a.), Ἐξεταστέων PN (Bechtel Namenstud. 22).
Etymology: Denominativum von ἐτός, nur in ἐτά· ἀληθῆ, ἀγαθά H. erhalten; somit eig. verifizieren, bewähren, auf die Wahrheit prüfen. — Nicht sicher erklärt. Gewöhnlich wird ἐτός als ein schwundstufiges thematisches Verbaladjektiv von εἰμί sein betrachtet (Schwyzer 502); ἐτός für *ἑτός (aus idg. *s-e--s) somit eigentlich wie germ., z. B. ano. sannr (urg. *sánþa-), aind. satyá- wahr u. a. (idg. *s-ón-t-o-, bzw. *s--t-i̯ó-) existierend, tatsächlich?; dagegen Luther "Wahrheit" und "Lüge" 51. S. noch ἐτεός und ὅσιος.
Page 1,578-579

Mantoulidis Etymological

(=δοκιμάζω, ἐξετάζω). Πιό συχνό τό σύνθετο: ἐξετάζω. Ἀπό ρίζα ετ- τοῦ ἐτεός (=ἀληθινός), (ἀπό τό ρῆμα εἰμί).
Παράγωγα: Πιό συνηθισμένοι οἱ τύποι: ἐξέτασις, ἐξετασμός, ἐξεταστέον, ἐξεταστής, ἐξεταστικός.

Translations

reveal

Arabic: كَشَفَ‎; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: onthullen, zich ontpoppen; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: révéler; Galician: revelar; German: enthüllen; Greek: αποκαλύπτω; Ancient Greek: ἀναδηλόω, ἀνακαλύπτω, ἀναπτύσσω, ἀπαμφιάζω, ἀπογυμνόω, ἀπογυμνῶ, ἀποδηλόω, ἀποκαλύπτω, δηλοποιέω, δηλοποιῶ, δηλόω, δηλῶ, διακαλύπτω, διανακαλύπτω, διανοίγω, ἐκκαλύπτω, ἐκμυθέομαι, ἐκφαίνω, ἐκφαντεύω, ἐντρυλλίζω, ἐξαποφαίνω, ἐτάζω, μηνύω, παρασημαίνω, φαίνω, φανερόω, φανερῶ; Hebrew: גילה‎, חשף‎; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: rivelare, gettare la maschera, uscire allo scoperto, mostrare se stesso, svelare; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن‎; Latin: acclaro, exhibeo, patefacio, revelo; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن‎; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: revelar; Russian: выявлять, раскрывать, показывать; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: revelar, propalar; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן‎