ἔκπαγλος

English (LSJ)

ἔκπαγλον, Ep. and Ion. word,
A terrible, violent:
I of persons, ὧδ' ἔκπαγλος ἐών, of Achilles, Il.21.589; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν, also of Achilles, 1.146, 18.170; of other heroes, 20.389, 21.452.
2 sometimes of things, χειμὼν ἔ. Od.14.522; ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν Il.15.198, Od.8.77; ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔ. ἐνιπήν 10.448, cf. 17.216.
3 mostly Adv. ἐκπάγλως = terribly, vehemently, exceedingly, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν Il.1.268; κοτέοντο 2.223; ἐθέλει οἶκόνδε νέεσθαι ib.357; μαίνεται 9.238; ὠδύσατ' ἐ. Od.5.340; ἔχθαιρε 11.437; ὀδύρεται 15.355; αἴθεται Hp.Mul.2.171 (ἐκπατίως Erot.); ἐκπάγλως πονέει ib.1.3: neut. as adverb, ἔκπαγλον ἐπεύξατο Il.13.413, cf. Nic. Th.448, etc.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔ. ἀεικιῶ Il.22.256: neut. pl., ἔκπαγλα φιλεῖν = to love beyond all measure, 3.415, 5.423; ἢν ἔ. χαλεφθῇ Nic. Th.445.
II in later Poets the word freq. signifies merely, marvellous, wondrous, ἀνὴρ ἔκπαγλος Pi.P.4.79; σθένει ἔ. Id.I.7(6).22; ἐν πόνοις ἔκπαγλος ib.6(5).54: not freq. in Trag., ἔκπαγλον κακόν, ἔκπαγλον τέρας, A.Ag.862, Ch. 548; δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ' ἄχθη S.El.204 (lyr.). Adv. ἔκπαγλα = marvellously, Id.OC716 (lyr.): in early Prose only once, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα X.Hier.11.3; in Com., Eup.8.14D. (Sup.). (Metath. for Εκπλαγος (ἐκπλήσσω) acc. to Eust.68.18; perhaps dissim. from *ἐκπλαγλος.)

Spanish (DGE)

(ἔκπᾰγλος) -ον
I 1que inspira miedo, terrible de pers., esp. ref. a Aquiles σὺ ... ὧδ' ἔ. ἐών Il.21.589, Πηλεΐδη, πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν Il.1.146, 18.170, cf. 22.256, a otros guerreros Il.20.389, 21.452, ἐν πόνοις ἔ. Ἐνυαλίου terrible en los trabajos de Ares e.d. en la guerra de Áyax, Pi.I.6.54, de los hombres de la raza de bronce, Hes.Op.154, de palabras Il.15.198, Od.8.77, 17.216, ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν Od.10.448, de cosas y abstr. χειμών Od.14.522, ὅπλα X.Hier.11.3, κακόν A.A.862, τέρας A.Ch.548, ἄχθη S.El.204
neutr. plu. como adv. καὶ ἢν ἔκπαγλα χαλεφθῇ Nic.Th.445.
2 extraordinario, fabuloso ἀνήρ Pi.P.4.79, σθένει τ' ἔ. ἰδεῖν τε μορφάεις Pi.I.7.22, πασῶν πόλεων ἐκπαγλοτατ ... Eup.99.36 δέμας de la esfinge IMEG 129.1 (imper.)
neutr. como adv. ἔκπαγλον ἐπεύξατο Il.13.413, σ' ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλα φίλησα Il.3.415, cf. 5.423, ἔκπαγλ' ... χερσὶ παραπτομένα πλάτα remo maravillosamente adaptado a nuestras manos S.OC 716, ὧδ' ἔκπαγλον ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο Theoc.25.133, Σύροι δ' ἔκπαγλ' ἀπολοῦνται Orac.Sib.13.32.
II adv. ἐκπάγλως = de manera terrible, terriblemente ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν Il.1.268, ἐκπάγλως κοτέοντο Il.2.223, μαίνεται ἐκπάγλως Il.9.238, ἐκπάγλως ἔχθαιρε Od.11.437, ὠδύσατ' ἐκπάγλως Od.5.340, cf. Od.15.355, MAMA 1.234.11 (Frigia, imper.), εἰ δέ τις ἐ. ἐθέλει οἶκονδε νέεσθαι Il.2.357, ἐ. αἴθεται Hp.Mul.2.171, ἐ. πονέει Hp.Mul.1.3, ἐ. θαύμαζε Theoc.25.114.
• Etimología: Forma disim. de *ἐκ-πλαγ-λος, rel. ἐκπλήσσω, ἐκπλαγῆναι, cf. πλήσσω.

German (Pape)

[Seite 771] (durch Metathesis aus ἐκπλήσσω), Entsetzen erregend, erschrecklich, entsetzlich; von furchtbaren Kriegshelden, καὶ θαρσαλέος πολεμιστής Il. 21, 489; πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν 1, 146, wie Hes. O. 153; Pind. P. 4, 79; σθένει I. 6, 22; ἐν πόνοις 5, 21; von Sachen, wie χειμών, fürchterliches Ungewitter, Od. 14, 522; ἔπεα, Schreckwort, 8, 77, wie ἐνιπή 10, 448; τέρας, κακόν, Aesch. Ch. 541 Ag. 836; δείπνων ἄχθη Soph. El. 197. In Prosa ὅπλα ἐκπαγλότατα Xen. Hier. 11. 3. – Adv. ἐκπάγλως, ἀπόλεσσαν Il. 1, 268; ὠδύσατο Od. 5, 340; ἐθέλειν, d. i. gar sehr, Il. 2, 357, wie auch ἔκπαγλον, z. B. ἀεικιῶ σε Od. 22, 256; ἐπεύξατο Il. 13, 413; γαυριᾶν Callim. Del. 247; ἔκπαγλα φιλεῖν, erschrecklich lieben, Il. 3, 415. 5, 424 u. a. D.; Soph. O. C. 720, ch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 effrayant, terrible ; adv. • ἔκπαγλον IL, • ἔκπαγλα IL terriblement;
2 p. ext. étonnant, merveilleux, extraordinaire ; adv. • ἔκπαγλα merveilleusement.
Étymologie: par métath. p. *ἔκπλαγος, de ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπαγλος:
1 страшный, ужасный, грозный (πολεμιστής, χειμών, ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; τέρας Aesch.; ἄχθη Soph.; ὅπλα Xen.);
2 поразительный, изумительный (ἐν πόνοις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπαγλος: -ον, παλαιὰ Ἐπ. λέξις, πιθανῶς (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Εὐστ.) κατὰ μετάθεσιν ἀντὶ τοῦ ἔκπλαγος (παρὰ τὸ ἐκπλήσσω), φοβερός, φρικτός, ἐκπληκτικός: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὧδ’ ἔκπαγλος ἐὼν καὶ θαρσαλέος πολεμιστής, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 589· πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως πάλιν, Α. 146, Σ. 170· περὶ ἄλλων ἡρώων, Υ. 389, Φ. 452. 2) ἐνίοτε ἐπὶ πραγμάτων, ὡς χειμὼν ἔκπαγλος Ὀδ. Ξ. 522· ἐκπάγλοις ἐπέεσσι Ἰλ. Ο. 198, Ὀδ. Θ. 77· ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Κ. 448, πρβλ. Ρ. 216. 3) τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., φοβερῶς, ἐκπληκτικῶς, ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν, «ἤγουν, ὡς ἂν ἐκπλαγείῃ τις» Εὐστ., Ἰλ. Λ. 268· μεγάλως, ὑπερβολικῶς, ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· εἰ δέ τις ἐκπάγλως ἐθέλει οἰκόνδε νέεσθαι αὐτόθι 357· μαίνεται Ι. 238· ὠδύσατ’ ἐκπάγλως Ὀδ. Ε. 340· ἐκπάγλως ἤχθηρε Λ. 437· ἐκπάγλως... ὀδύρεται Ο. 355: - ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἔκπαγλον ἐπεύξατο Ἰλ. Ν. 413, κτλ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπ. ἀεικιῶ, Χ. 256· καὶ κατὰ πληθ., ἔκπαγλα φιλεῖν, ὑπερμέτρως ἀγαπᾶν, Ἰλ. Γ. 415, Ε. 423. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἡ λέξις σημαίνει ἁπλῶς: θαυμαστός, θαυμάσιος, ἀνὴρ ἔκπ. Πινδ. Π. 4. 140· σθένει ἔκπαγλος Ι. 7 (6). 30· ἐν πόνοις ἔκπαγλος Ι. 6 (5). 80: - οὐχὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ποιητ., ἔκπ. κακόν, τέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 862, Χο. 548· δείπνων ἀρρήτων ἔκπαγλ’ ἄχθη Σοφ. Ἠλ. 204. - Ἐπίρρ. ἔκπαγλα, θαυμαστῶς, ὑπερφυῶς, Σοφ. Ο. Κ. 719, καὶ (κατὰ τὸν Δινδ.) Ἀντ. 1137· ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ μόνον ἅπαξ, ὅπλα τὰ ἐκπαγλότατα Ξεν. Ἱέρ. 11, 3: - πρβλ. ἐκπαγλέομαι.

English (Autenrieth)

sup. ἐκπαγλότατος: terrible, both of persons and of things; adv., ἔκπαγλον, ἔκπαγλα, ἐκπάγλως, terribly, but often colloquially weakened, ‘exceedingly,’ ἔκπαγλα φιλεῖν, Il. 3.415 (cf. αἰνά, αἰνῶς).

English (Slater)

ἔκπαγλος terrible, awe inspiring of heroes. ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason (P. 4.79) τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ (N. 4.27) “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” (I. 6.54) Ἐνυαλίου ἔκπαγλον υἱὸν Diomedes. fr. 169. 13. of a victor σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις Strepsiades (I. 7.22)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκπαγλος, -ον)
αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» — με εκπληκτική δύναμη
γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» — θαυμαστός για τα κατορθώματά του)
αρχ.
1. εκπληκτικός, φοβερόςἔκπαγλος ἐὼν και θαρσαλέος πολεμιστής», «χειμὼν ἔκπαγλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκ-πλαγ-λος (με ανομοίωση τών δύο -λ-) < θ. εκ-πλαγ- (πρβλ. εκπλαγήναι, απαρέμφατο παθ. αορ. του ρ. εκπλήσσομαι). Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην ποίηση].

Greek Monotonic

ἔκπαγλος: -ον, μετάθ. αντί ἔκπλαγος (από το ἐκπλήσσω
I. 1. φρικτός, φοβερός, λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. ἐκπαγλότατος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., ἔκπαγλον και ἔκπαγλα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στους μεταγεν. ποιητές, θαυμάσιος, θαυμαστός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. ἔκπαγλα, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adj.
Meaning: terrible, surprising, violent (Il.).
Derivatives: ἐκπαγλέομαι be surprised (Hdt., trag.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through metathesis of ἐκπλαγότητα ἐξαισιότητα H. - From *ἔκπλαγ-λος from ἐκπλαγῆναι frighten with dissimilatory loss of the first λ. Buttmann Lexilogus 1, 76. Possible.

Middle Liddell

ἔκπαγλος, ον [metath. for ἔκπλαγος from ἐκπλήσσω
I. terrible, fearful, of persons; superl. ἐκπαγλότατος Il.:—of things, Od.
2. as adv. terribly, vehemently, exceedingly, Hom.:—also neut. as adv., ἔκπαγλον and ἔκπαγλα, Il.
II. in later Poets, marvellous, wondrous, Aesch., Soph.; adv. ἔκπαγλα = marvellously, Soph.

Frisk Etymology German

ἔκπαγλος: -ως, -α
{ékpaglos}
Grammar: Adv.
Meaning: erschrecklich, erstaunlich, gewaltig (seit Il., fast nur poet.).
Derivative: Davon ἐκπαγλέομαι staunen, sich höchlich verwundern (Hdt., Trag., auch sp. Prosa).
Etymology: Durch Metathese ἐκπλαγότητα· ἐξαισιότητα H. — Aus *ἔκπλαγλος von ἐκπλαγῆναι erschrecken mit dissimilatorischem Schwund des ersten λ. Buttmann Lexilogus 1, 76.
Page 1,477

English (Woodhouse)

astonishing, extraordinary, horrible

Mantoulidis Etymological

ἀντί ἔκπλαγος (=τρομερός, θαυμαστός). Ἀπό τό ἐκπλαγῆναι τοῦ ἐκπλήττομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἔκπληξις.