ἔνδικος
English (LSJ)
Arc. ἴνδικος, ον, (δίκη):
I of things, according to right, just, legitimate, Pi.P.5.103; γόος ἔνδικος A.Ch. 330 (lyr.); ὀνείδη Id.Eu.135; λέκτρα IG12(5).675.4 (Syros); κρίμα Ep.Rom.3.8: τὸ μὴ 'νδικον, = τὸ ἄδικον, S.OT682 (lyr.); τὰ πάντων ἐνδικώτατα Id.OC925; μὴ λέγων γε τοὔνδικον not speaking truth, Id.OT1158.
2 legal, ἔνδικος ἡμέρα a court-day, Poll.8.25.
b having a locus standi, μή οἱ ἔστω ἴνδικον μηδέποθι ἀλλ' ἢ.. he shall not have the right to sue, IG5(2).6.33 (Tegea, iv B. C.), cf. Foed.Delph.Pell.2A 16, Pl.Lg.915d, IG22.46c56.
c = ἔνοχος δίκα, Leg.Gort.3.23, 11.22.
d ἔνδικος πόλις a city in which justice is done, Pl.Hp.Ma.292b; in which sales may be publicly registered, Milet.3.140.
II of persons, upright, just, A.Eu.699, S.Ant.208; πρὸς ἐνδίκοις φρεσίν A.Ag.996 (lyr.); δῆμος ἐνδικώτατος Id.Fr.196:
c dat., ἔ. γάμοις favourable to them, Id.Supp.82 (lyr.).
2 possessed of right, τίς μᾶλλον ἐνδικώτερος; who has a better right? Id.Th.673.
III Adv. ἐνδίκως = right, with justice, fairly, Id.Pr.63, Ch.462 (lyr.), etc.; ὀρθῶς ἔνδικος τ' ἐπώνυμος Id.Th.405: Sup. ἐνδικώτατα Pl.Ti.85b.
2 justly, naturally, as one has a right to expect, S.OT135, E.Andr.920.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): arcad. ἴνδ- IPArk.3.33 (Tegea IV a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
I de abstr. conforme a derecho, que es lo debido
a) legítimo χάρις Pi.P.5.103, γόος A.Ch.330, ὀνείδη A.Eu.135, ἔργα A.Supp.590, ἔνδικα λέκτρα συνεύνου IG 12(5).675.4 (Siro I a.C.?), τὸ κρίμα Ep.Rom.3.8, καλὰ ταῦτα καὶ ἔνδικα ἐδόκει ref. al incesto, Ael.NA 6.39
•subst. τὸ μὴ ἔνδικον S.OT 682, εἰς τόδ' ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον pues a eso llegarás (a morir) si no dices lo que debes S.OT 1158, οὐδ' εἰ τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα aunque tuviera el mayor derecho S.OC 925
•neutr. plu. como adv. con todo derecho, debidamente ἐνδικώτατα ἱερὸν λέγεται Pl.Ti.85b, ἐνδικώτατα ... ἀνιέρευται Hp.Ep.2, λαοῖς ἔνδικα τινυμένη AP 11.374 (Maced.);
b) justo, equitativo, merecido οὐκ ἔνδικος τελευτή una muerte injusta Arr.An.4.14.2, μισθαποδοσία Ep.Hebr.2.2, μηδ' ... πότμον ὑπέστημεν ἐνδίκῳ κρίσει ni habríamos sufrido una suerte funesta tras un juicio justo, Chr.Pat.proem.18
•neutr. plu. subst. τὰ μὴ ἔνδικα injusticias Call.Epigr.8.5, οἷς ἐδεδράκεσαν τὸ παθεῖν ἔνδικα soportar justo castigo por sus acciones Synes.Prouid.2.2 (p.116).
II de pers. y asim.
1 legítimo, que tiene derecho, que está legitimado τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος; ¿quién más legítimo?, ¿quién con más derecho? A.Th.673.
2 ref. la conducta leal, justo δῆμος ἐνδικώτατος ref. al pueblo escita de los Gabios, A.Fr.196, τίς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔ. βροτῶν; ¿qué hombre sin temor a nada es justo? A.Eu.699
•plu. subst. οἱ ἔνδικοι los hombres de bien op. οἱ κακοί S.Ant.208
•de los dioses justo, que obra justamente c. dat. θεοὶ ... πέλοιτ' ἂν ἔνδικοι γάμοις A.Supp.82.
3 de pers. y asim. que hace cumplir la ley, que hace justicia, justiciero ἔνδικοι φρένες mente que hace justicia A.A.996, ἔνδικος ὑμῖν ἡ πόλις ἐστίν tenéis una ciudad en la que se hace justicia Pl.Hp.Ma.292b, δικαστής ref. al buen juez, Poll.8.10, ἐνδικωτέρα γὰρ ἡ τῶν ἀετῶν φύσις Corp.Herm.Fr.23.42, μάστιξ Hld.2.11.1.
III jur.
1 que actúa conforme a derecho, que está legitimado por ley para efectuar una transacción εἰς πρατῆρα ἢ τὸν δόντα ἀξιόχρεών τε καὶ ἔνδικον Pl.Lg.915d
•que está capacitado jurídicamente para actuar como garante y asumir las consecuencias jurídicas derivadas ἔγγυος ἔνδικος καὶ ἀνὴρ ἀξιόχρεως FD 1.486.2A.16 (III a.C.)
•que tiene capacidad de hacer valer un derecho judicialmente πόλις ἔνδικος Milet 1(3).140.42 (III a.C.).
2 conforme a la ley, respaldado por la ley o la justicia τοῦ δ' ἐνδίκου (φόνου) ἄρχουσι μόνοις ἀφωρισμένου Const.App.7.2.8, τιμωρία καὶ κόλασις ἔνδικος Iul.Or.3.31a, τῆς μιαιφονίας αἰτία ... ἔ. οὐχ ὑπῆν Agath.4.6.4
•ἀνὴρ ἔνδικος = esposo legítimo, SEG 45.774 (Macedonia II/III d.C.).
3 que es objeto de proceso judicial, que puede o debe ser sometido a juicio en la expr. impers. ἔνδικον εἶναι: αἰ δέ τι τōν τέκνον πέροι, ἔνδικον μɛ̄ν si (una viuda) se lleva algún bien de los hijos, proceda el juicio, ICr.4.72.3.23, cf. 11.22 (Gortina IV a.C.), εἰ δὲ [ὕσ] τερον δικάζοιτο, μὴ ἔνδικον ἔστω IPArk.17.93 (Estínfalo IV a.C.), c. dat. εἰ δὲ μή, μή οἱ ἔστω ἴνδικον en caso contrario, que ello no sea objeto de proceso contra él, IPArk.3.33 (Tegea IV a.C.), cf. ICr.4.72.7.15 (Gortina IV a.C.).
IV adv. ἐνδίκως
1 de manera justa, dentro de la ley ταρβοῦντες ἐ. σέβας A.Eu.700, ἰὼ θεοί, κραίνετ' ἐ. ¡cumplid, dioses, (mis ruegos) conforme a la Justicia! A.Ch.462, ὀλεῖ γάρ μ' ἐ. pues me matará con la ley de su parte E.Andr.920
•justa, equitativamente ἀλλ' ᾗ γένοιτ' ἂν ἐνδικωτέρως φράσω E.Heracl.543
•legítimamente, con todo derecho ἐ. μέμψασθαί μοι A.Pr.63, γένοιτ' ἂν ὀρθῶς ἐ. τ' ἐπώνυμον A.Th.405, ἐ. ὄψεσθε κἀμὲ σύμμαχον S.OT 135, ἐ. ... αἰτήσασθαι Bio Bor.29, τετιμωρῆσθαι Phld.Hom.36.26, δερματώδη καλεῖν αὐτὴν ἐ. Gal.3.914, cf. Ph.1.318, Onas.35.5, D.C.Epit.7.16.5.
2 jur. de manera legal, con legalidad ὁ μὴ ἐ. πωλῶν el vendedor ilegal Pl.Lg.954a.
3 verdaderamente, de verdad ὡς μόνου τοῦδε ἐ. ... τρέφοντος τοὺς νηπίους Clem.Al.Paed.1.6.51.
German (Pape)
[Seite 834] dem Rechte gemäß, gerecht, rechtmäßig; χάρις Ἀρκεσίλᾳ Pind. P. 5, 103; γόος, ὀνείδη, Aesch. Ch. 327 Eum. 130; δάπτει δὲ καὶ τὸ μὴ 'νδικον, die ungerechte. Beschuldigung, Soph. O. R. 682; πίστις, zukommend, σφαγαί, 1420 El. 37; ἔνδικα φρονεῖν, δρᾶν, Eur. Or. 538. 757; τὰ πάντων εἶχον ἐνδικώτατα, das größte Recht haben, Soph. O. C. 929. – Von Menschen, gerecht, Aesch. Eum. 669 Soph. Ant. 208 Ai. 1342; καὶ ἀξιό χρεως Plat. Legg. XI, 915 d; πόλις, in der Gerechtigkeit gehandhabt wird, Hipp. mai. 292 a; – ἡμέρα, Gerichtstag, Poll. 8, 25. – Adv. ἐνδίκως, gerecht, μέμφεσθαι Aesch. Prom. 63, öfter, wie andere Tragg.; auch in Prosa, Plat. Phil. 12 d; νόσημα ἐνδικώτατα ἱερὸν λέγεται Tim. 85 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 en parl. de choses juste, légitime : ὑμῖν ἔνδικα SOPH choses par vous reconnues justes, càd approuvées par vous;
2 en parl. de pers. qui a le droit de, qui a autorité pour ; juste, équitable;
Cp. ἐνδικώτερος, Sp. ἐνδικώτατος.
Étymologie: ἐν, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδῐκος:
1 справедливый, законный, правильный, заслуженный (χάρις Pind.; ὄνειδος Aesch.; σφαγαί Soph.): τὰ πάντων ἔχειν ἐνδικώτατα Soph. иметь величайшее право (на что-л.); ἔπραξεν ἔνδικα Eur. он понес заслуженное наказание; τὸ μὴ ἔνδικον Soph. несправедливость;
2 справедливый, соблюдающий законы, праведный (πόλις Plat.): οὔποτε προέξουσι οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων Soph. преступники никогда не будут иметь преимущества над честными людьми.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῐκος: -ον, (δίκη): 1) ἐπὶ πραγμάτων, κατὰ τὸ δίκαιον, δίκαιος, ὀρθός, «σωστός», νόμιμος, Πίνδ. Π. 5. 138, Τραγ.· γόος ἔνδ. Αἰσχύλ. Χο. 330· ὀνείδη ὁ αὐτ. Εὐμ. 135· λέκτρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 212· - τὸ μή ’νδικον = τὸ ἄδικον, Σοφ. Ο. Τ. 682· τὰ πάντων ἐνδικώτατα αὐτόθι 925· μὴ λέγων γε τοὔνδικον, μὴ λέγων τὸ δίκαιον, τὴν ἀλήθειαν, αὐτόθι 1158. 2) ἔνδικος ἡμέρα, δικάσιμος, Λατ. dies fastus, Πολυδ. Η΄, 25. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, = δίκαιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 699, Σοφ. Ἀντ. 208, Πλάτ. Νόμ. 919D· πρὸς ἐνδίκοις φρεσὶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 996· δῆμος ἐνδικώτατος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 198· ἔνδ. πόλις, καλῶς διοικουμένη πόλις, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Β· μετὰ δοτ., ἔνδικοι γάμοις, εἰμενεῖς τοῖς γάμοις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 81. 2) ἔχων δίκαιον, τίς ἐνδικώτερος; ποῖος ἔχει μεγαλείτερον δίκαιον ἢ ἰσχυρότερον λόγον; ὁ αὐτ. Θήβ. 673. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδίκως, δικαίως, ὁ αὐτ. Περ. 63, Χο. 462, κτλ.· ὀρθῶς ἐνδ. τ’ ἐπώνυμος ὁ αὐτ. Θήβ. 405· ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Τίμ. 85Β. 2) ἀληθῶς, Εὐρ. Μήδ. 1231. 3) δικαίως, φυσικῶς, ὡς εὐλόγως δύναταί τις νὰ περιμένῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 607, Σοφ. Ο. Τ. 135, Εὐρ. Ἀνδρ. 920.
English (Slater)
ἔνδῐκος, -ον just, righteous [ἐνδίκας ἀπὸ γλώσσας (coni. Snell: ἐν δίκᾳ codd.) (O. 6.12) ] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (P. 5.103)
English (Strong)
English (Thayer)
ἔνδικον (δίκη), according to right, righteous, just: Pindar, Trag., Plato.)
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἔνδικος, -ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.)
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.)
αρχ.
1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει δίκιο
3. εκείνος που έχει δικαίωμα για δικαστική δίωξη κάποιου
4. (για ημέρα) κατά την οποία επιτρέπεται η διεξαγωγή δίκης, δικάσιμος
5. κατάλληλος, αρμόδιος («τίς μοι φανεῖται πίστις ἔνδικος», Σοφ.)
6. ευμενής, ευνοϊκός («πέλοιτ' ἄν ἔνδικα γάμοις», Αισχύλ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδικον και τοὔνδικον
α) το δίκαιο, ορθό, σωστό
β) αλήθεια
8. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνδικα
δίκαια, σωστά.
Greek Monotonic
ἔνδῐκος: -ον (δίκη),·
I. λέγεται για πράγματα, σύμφωνος προς το δίκαιο, δίκαιος, ορθός, σωστός, αληθής, νόμιμος, σε Τραγ.· τὸ μὴ 'νδικον = τὸ ἄδικον, σε Σοφ.· μὴ λέγων γε τοὔνδικον, αυτός που δεν λέει την αλήθεια ή το δίκαιο, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, δίκαιος, ορθός, σωστός, έντιμος, ευθύς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τίς ἐνδικώτερος; ποιος έχει περισσότερο, μεγαλύτερο δίκιο ή ισχυρότερη λογική; στον ίδ.
III. επίρρ. -κως,
1. δίκαια, με δικαιοσύνη, έντιμα, ειλικρινά, αμερόληπτα, ορθά, σωστά, στον ίδ.
2. αληθινά, όντως, πραγματικά, σε Ευρ.
3. δίκαια, φυσικά, δικαίως, σε Τραγ.
Middle Liddell
ἔν-δῐκος, ον adj δίκη
I. of things, according to right, right, just, legitimate, Trag.:— τὸ μὴ 'νδικον = τὸ ἄδικον, Soph.; μὴ λέγων γε τοὔνδικον not speaking truth, Soph.
II. of persons, righteous, just, upright, Aesch., etc.; τίς ἐνδικώτερος; who has better right or more reason? Aesch.
III. adv. -κως, right, with justice, fairly, Aesch.
2. truly, indeed, Eur.
3. justly, naturally, as one has a right to expect, Trag.
Chinese
原文音譯:™nd⋯koj 恩-笛可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在內-義
字義溯源:合乎公正的,該當的,應得的,該受的;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成
出現次數:總共(2);羅(1);來(1)
譯字彙編:
1) 該受的(1) 來2:2;
2) 該當的(1) 羅3:8