ἠμί
English (LSJ)
(v. sub fin.), I
A say, the 1st pers. of pres. being used in Att. dialogue in emphatic repetitions, παῖ ἠμί, παῖ = boy I say, boy! Ar.Nu.1145, Ra.37; otherwise only in 3sg. ἠσί Hermipp.1, Aeol. ἦσι Sapph.97, Dor. ἠτί Alcm.139.
II impf. ἦν, 3sg. ἦ (the only part used by Hom., chiefly in Il., always at the end of a speech), ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα he spake and... Il.1.219, etc.; ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει . . ἔγχος 3.355, etc.; rarely with the subject expressed, ἦ ῥα γυνὴ ταμίη 6.390, cf. Theoc.22.75: freq. in Att. in the phrases ἦν δ' ἐγώ = said I, Pl.R.327c, etc.; ἦ δ' ὅς = said he, Cratin.192, etc.; ἦ δ' ὃς λέγων Ar.V.795; ἦ δ' ἥ Pl.Smp.205c; with the subject repeated, ἦ δ' ὃς ὁ Γλαύκων Id.R.327b, etc.; later without ὅς, ἦ δ' ὁ Νεῖλος Philostr. V A6.16. (Cf. Lat. aio, adagium: ἦ fr. *ἧκτ, hence ἠμί etc. on analogy of φῆ: φημί, etc.)
German (Pape)
[Seite 1167] = φημί, sag' ich, inquam, nur bei lebhafter Wiederholung einer Rede im attischen Dialog gebräuchlich, παῖ; ἠμί, παῖ, Junge, sag' ich, Junge, Ar. Ran. 37 Nubb. 1129. Außer dieser ersten Person des praes. kommt nur noch vom impf. vor ἦν, immer in der Vrbdg ἦν δ' ἐγώ, sagte ich, Plat. Rep. I, 327 c 328 a u. öfter, u. ἦ, sagte er, bei Hom. immer nach einer angeführten directen Rede, den Übergang zu der unmittelbar folgenden Handlung machend, welche durch καί oder dgl. angeknüpft wird, ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, Il. 1, 219. 528. 3, 292 u. öfter; auch ἦ ῥα, sprach's also, 3, 355. 447; auch mit Wiederholung des Subjects, ἦ ῥα γυνὴ ταμίη, 6, 390. S. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 95. Im attischen Dialog immer nur in der Vrbdg ἦ δ' ὅς, sagte er, Cratin. bei Ath. III, 94 f Plat. Rep. I, 327 e, öfter, und ἦ δ' ἥ, Conv. 205 c; mit Wiederholung des Subjects, ἦ δ' ὃς ὁ Σωκράτης Phaed. 70 b, ἦ δ' ὃς ὁ Γλαύκων Rep. I, 327 b, Charm. 161 c u. öfter; ἦ δ' ὃς λέγων Ar. Vesp. 795; nachgeahmt von Sp., wie Luc. u. Philostr. – Das Wort ist keine Abkürzung von φημί, φῆν (ἔφην), φῆ (ἔφη), sondern ganz anderes Stammes, verwandt mit dem Lat. ajo, während φημί mit fari zusammenhängt; s. Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 356. 267.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
dire, d'ord. en parenthèse, ἦν δ' ἐγώ dis-je ; ἦ, dit-il ; ἦ δ' ὅς AR, ἦ δ' ἥ PLAT dit-il, dit-elle ; ἦ δ' ὃς ὁ Σωκράτης PLAT et, dit Socrate.
Étymologie: DELG cf. lat. aio.
Russian (Dvoretsky)
ἠμί: (только praes., 1 л. sing. impf. ἦν и 3 л. sing. impf. ἦ) (вводно) говорить, сказать: παῖ, ἠμί, παῖ! Arph. мальчик, (тебе) говорю, мальчик!; ἦ καὶ ἐπὶ κώπῃ σχέθε χεῖρα Hom. сказал (Ахилл) и положил руку на рукоять (меча); ἦ ῥα γυνὴ ταμίη Hom. (так) сказала ключница; ἔστιν ἄρ᾽, ἦ δ᾽ ὅς … Plat. имеются, ведь, сказал он (Сократ), …; ὥσπερ τί; ἦν δ᾽ ἐγώ Plat. как что (например)?, сказал (спросил) я; ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ᾽ ὃς ὁ Γλαύκων Plat. что же, подождем, сказав он, Главк-то.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμί: (ἴδε ἐν τέλ.) λέγω, Λατ. inquam, τό α΄ πρόσ. τοῦ ἐνεστ. ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἀττ. διαλόγῳ ὁπόταν ἐπαναλαμβάνηταί τι μετ’ ἐμφάσεως, παῖ ἠμί, παῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Βατρ. 37· ἄλλως μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑν. ἦσι, Σαπφὼ 97, ἠσί, Ἕρμιππ. Ἀθ. 6· Δωρ. ἠτὶ Ἀλκμάν 139. ΙΙ. παρατ. ἦν, γ΄ ἑνικ. ἦ (ὁ μόνος τύπος ὃν ἔχει ὁ Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ., ἀείποτε ἐν τέλει τῶν λόγων τινός, ὅπως μεταβῇ εἰς ἑτέραν πρᾶξιν), ἦ, καί ἐπ’ ἀργυρἐῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, εἶπε, καί.., Ἰλ. Α. 219, κτλ.· ἦ ῥα, καί ἀμπεπαλών προΐει… ἔγχος Γ. 355, κτλ.· σπαν. μετά τοῦ ὑποκειμ., ἦ ῥα γυνή ταμίη Ζ. 390· - παρ’ Ἀττ. ὁ παρατ. οὗτος εἶναι συχνός ἐν ταῖς φράσεσιν: ἦν δ’ ἐγώ, εἶπον ἐγώ, Πλάτ. Πολιτ. 327C, κλ., ἦ δ’ ὅς, εἶπεν ἐκεῖνος, Κρατῖν. Πυτ. 15, Ἀριστοφ. Σφηξ. 795, Πλάτ. κλ.· ἦ δ’ ἣ ὁ αὐτ. Συμπ. 205C· ἐν χρήσει ὅπως εἰσαγάγῃ τούς λόγους τοῦ λαλοῦντος, και τίθεται μετά τὰς πρώτας λέξεις, ὡς τὸ Λατ. inquam, inquit· - ὡσαύτως ἐπαναλαμβανομένου τοῦ ὑποκειμένου, ἦ δ’ ὃς ὁ Γλαύκων Πλάτ. Πολιτ. 327Β, κτλ. (Ἡ λέξις δὲν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ φημί, διότι ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῇ Σανσκρ. âh-a (inquit), Λατ. aio, ad-agium· ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 611.)
English (Autenrieth)
only ipf., η (dixit), at the beginning of the verse, and regularly foll. by καί and a verb expressing action; ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ' Ἀντινόοιο, ‘he spoke,’ and drew his hand away, Od. 2.321, Il. 3.355; in slightly different combination, Od. 18.356, Il. 6.390.
Greek Monotonic
ἠμί: λέγω, Λατ. inquam· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει κάτι με έμφαση· παῖ ἠμί, παῖ, παιδί, λέω, παιδί! σε Αριστοφ.· παρατ. ἦν, γʹ ενικ. ἦ· ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, είπε, και κράτησε το χέρι του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' ἐγώ, είπα εγώ, σε Πλάτ.· ἦ δ' ὅς, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: speak
Other forms: 3. sg. ἠσί, Dor. ἠτί, almost only in ipf., esp. 3. sg. ἦ he said (1. sg. ἦν) (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [290] *h₁eh₁g- say
Etymology: Petrified verbum dicendi; to the old ἦ < *ἦκ-τ (IE *ēǵ-t) new forms arose after φημί, φησί, ἔφην. Schwyzer 678. - Ablauting ἄνωγα ordered, s. v.
Middle Liddell
I say, Lat. inquam, used to repeat something with emphasis, παῖ ἠμί, παῖ boy I say, boy! Ar.:—imperf. ἦν, 3rd sg. ἦ, καὶ σχέθε χεῖρα he spake and held his hand, Il.; in Attic, ἦν δ' ἐγώ said I, Plat.; ἦ δ' ὅς said he, Ar., Plat.
Frisk Etymology German
ἠμί: {ēmí}
Forms: 3. sg. ἠσί, dor. ἠτί, fast nur im Ipf., namentlich 3. sg. ἦ er sprach (1. sg. ἦν) gebräuchlich (seit Il.).
Grammar: v.
Meaning: sprechen
Etymology: Erstarrtes verbum dicendi; zu dem altererbten ἦ aus *ἦκτ (idg. *ēĝ-t) entstanden nach dem Muster von φημί, φησί, ἔφην die übrigen Formen. Schwyzer 678 m. Lit. — Damit ablautend ἄνωγα befehle, s. d.
Page 1,636
Mantoulidis Etymological
(=λέω). Θέμα: η + μι → ἠμί. Εἶναι ἄσχετο πρός τό φημί. (Λατιν. aio).