ὑπαγωγή

English (LSJ)

ἡ,
A leading on gradually, τοῦ κυνηγεσίου X.Cyn.6.12; leading on artfully, D.19.322 (v.l. ἐπαγωγή, pl.), Poll.4.50, Phot.
2 Gramm., introduction, use of a form, A.D. Synt.206.19.
II clearing out or purging of the body downwards, κοιλίας Dsc.3.25; γαστρός Gal.6.278, al.
III (ὑπάγω intr.) retreat, withdrawal, Th.3.97; retreat or haven for ships, Phot.
2 sinking down, squatting (cf. ὑπάγω B. IV), ἐξ ὑπαγωγῆς Arist.HA578b7.
IV irrigation channel, Sammelb.5126.25 (iii A.D.).
V bringing down of a bandage, Sor.Fasc.32.

German (Pape)

[Seite 1180] ἡ, 1) das Darunterführen, Hinzuführen, Hineinführen oder Hineinbringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de se retirer, retraite.
Étymologie: ὑπάγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰγωγή:
1 отход, отступление (διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί Thuc.);
2 подведение вперед, продвижение (τοῦ κυνηγεσίου Xen.);
3 хитрость, обман (Dem. - v.l. ἐπαγωγή);
4 приседание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγή: ἡ, ἡ βαθμιαία προσαγωγή, τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - ἀπάτη, πανουργία, διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, Πολυδ. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. κίνησις τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὑπάγω τοῦ ἀμεταβ.), ὑποχώρησις, ἀποχώρησις, Θουκ. 3. 97· - «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη· καὶ προσόρμησις· οἷον ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. ὑπάγω Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206.

Greek Monolingual

η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ ὑπάγω
η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή της υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)
μσν.-αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη
καὶ προσόρμησις
οἷον ὕφορμός τις»
αρχ.
1. βαθμιαία προσαγωγή («αὐτὸν δὲ τοὺς κύνας λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ κυνηγεσίου», Ξεν.)
2. απάτη, πανουργία
3. ευκοιλιότητα, διάρροια
4. υποχώρηση («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ μάχη, διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», Θουκ.)
5. μάζεμα, χαμήλωμα, ζάρωμα
6. διώρυγα, αυλάκι άρδευσης.

Greek Monotonic

ὑπᾰγωγή: ἡ,
I. προοδευτική, σταδιακή προέλαση, σε Ξεν.
II. (από το αμτβ. ὑπάγω), αποχώρηση, υποχώρηση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ὑπᾰγωγή, ἡ,
I. a leading on gradually, Xen.
II. (from ὑπάγω intr.) a retreat, withdrawal, Thuc.

Lexicon Thucydideum

receptus, recovery, retreat, 3.97.3.

Translations

retreat

Arabic: تَرَاجُع, اِنْسِحَاب; Armenian: նահանջ; Azerbaijani: geriyə çəkilmə, geriçəkilmə; Belarusian: адступленне, адступленьне, вывад; Bulgarian: отстъпление; Chinese Mandarin: 後退/后退, 退卻/退却, 撤退; Czech: ústup; Dutch: terugtocht, aftocht, terugtrekking; Finnish: perääntyminen; French: retraite; German: Rückzug; Greek: υποχώρηση; Ancient Greek: ἀνάκλησις, ἀναφυγή, ἄποδος, ἀποχώρησις, ἄφοδος, διάκλισις, ἐπαναχώρησις, τὸ ἀνακλητικόν, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις; Indonesian: mundur; Italian: ritirata, arretramento, ripiegamento; Japanese: 後退, 退却, 撤退; Korean: 후퇴(後退), 퇴각(退却), 철수(撤收); Latin: recessus; Macedonian: повлекување; Maori: taui, tauitanga; Norwegian Bokmål: retrett, tilbaketrekking, tilbaketrekning; Nynorsk: retrett, tilbaketrekking; Persian: عقب‌نشینی; Polish: odwrót, wycofanie; Portuguese: retirada; Romanian: retragere; Russian: отступление, вывод; Serbo-Croatian Cyrillic: повлаче̄ње; Roman: povláčēnje; Slovak: ústup; Slovene: umik; Spanish: retirada; Tajik: ақибнишинӣ; Turkish: geri çekilme; Ukrainian: ві́дступ, виведення