εφοδεύω

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφοδεύω) έφοδος
επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία
αρχ.
1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.)
2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ
(«ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ.)
3. περιέρχομαι για εποπτεία
4. επιστατώ, επιβλέπω («ἐφοδεύειν ἀγῶσιν», Αισχύλ.)
5. κατασκοπεύω
6. παραμονεύω, ενεδρεύω
7. (για γεωγράφο) εξερευνώ
8. (για επιχειρηματολογία) προχωρώ μεθοδικά
9. συνωμοτώ εναντίον κάποιου
10. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. παθ.) ἐφοδεύεται
γίνεται η περιπολία
11. πλησιάζω, προσεγγίζω ένα θέμα.