αμαθής

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμαθής)
1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός)
2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος
3. ανόητος, βλάκας
αρχ.
1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος
2. αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε γνωστός, ανήκουστος, άγνωστος
3. (για ζώα) ατίθασος, ανήμερος, άγριος
4. (για καταστάσεις ή ιδιότητες) βίαιος, άξεστος, χυδαίος, ευτελής
5. επίρρ. ἀμαθῶς
α) από άγνοια, με άγνοια
β) φρ. «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη έκβαση
6. (συγκρ. επίρρ.) αμαθέστερον φρ. «λέγω ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», μιλώ με λιγότερη επίδειξη γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο αμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -μαθής < ἔμαθον, μανθάνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθαίνω, ἀμαθία
νεοελλ.
αμάθεια].