αναθέτω
Greek Monolingual
(Α ἀνατίθημι)
1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι
2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω
2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω
3. ιδρύω, ανεγείρω
4. δίνω, παρέχω
5. οδηγώ και εγκαταλείπω κάποιον κάπου
6. απομακρύνω, αναβάλλω
μεσ.
1. βάζω κάτι πάνω μου, τοποθετώ, φορτώνω
2. επιφορτίζω, εμπιστεύομαι
3. τοποθετώ σε άλλο μέρος, μεταθέτω
4. αλλάζω γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + τίθημι.
ΠΑΡ. ανάθεμα, ανάθεση (-ις), ανάθημα].