ἀπογιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογιγνώσκω Medium diacritics: ἀπογιγνώσκω Low diacritics: απογιγνώσκω Capitals: ΑΠΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: apogignṓskō Transliteration B: apogignōskō Transliteration C: apogignosko Beta Code: a)pogignw/skw

English (LSJ)

Ion. and later Att. ἀπογῑνώσκω, fut. -γνώσομαι:—

   A depart from a judgement, give up a design or intention of doing, τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19, cf. Plb.1.29.5, etc.; ἀ. τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG7.5.7; ἀ. διώκειν Plu.Ant.34, cf. Thes.6; ἀ. μὴ βοηθεῖν resolve not to help, D.15.9, cf.IG22.457.30: c.gen., give up a notion, Simp. in Ph.610.9.    II c. gen. rei, despair of, τῆς ἐλενθερίας Lys.2.46; οὐδενὸς χρὴ πράγματος ὅλως ἀπογνῶναι Men.131; ὡς ἀνιάτων D.Chr.32.97; ὑπὲρ σφῶν Jul.Or.2.61c: abs., despair, D.4.42 (where some codd. supply ἑαυτῶν), Babr.43.18: c. fut. inf., αἱρήσειν ἀ. Arr. An.3.20.3; ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10: c. aor. inf., τὴν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.9.    2 c.acc., give up as hopeless or desperate, τὴν σωτηρίαν Arist.EN1115b2; τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5, al.; τὰς ἐλπίδας Id.2.35.1; ἀ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων App.Hisp.37; ἀρετῆς ἀκρίβειαν Porph.Antr.36; ἀ. αὑτόν Plb.21.26.14:—Pass., to be given up, τὰ παρ' ὑμῶν D.19.54; ἐλπίς D.H.5.15; ἐλευθερία Luc. Tyr.6; ἀπεγνωσμέναι ἐλπίδες forlorn hopes, Plb.30.8.3; ἐπιβουλὴ -μένη Hdn.4.4.3; ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι desperate men, Id.1.16.4 (but ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες Plu.Alex. 16); ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀ. to be despaired of .., Id.Per.13. Adv. ἀπεγνωσμένως in despair, Id.Nic.21.    b renounce, reject, τι Hp.Medic.4, cf.D.3.33; τινάς Id.6.16, cf. D.C.73.15; φιλίαν Iamb.VP22.102.    III as law-term, refuse to receive an accusation, reject, γραφήν, ἔνδειξιν, D.22.39,58.17:hence,    2 ἀ. τινός (sc. δίκην vel γραφήν) reject the charge brought against a man, i.e. acquit him, opp. καταγιγνώσκειν τινός, Id.40.39, cf. Aeschin.2.6, etc.; ἀ. τί τινος Is.5.34: c. inf., ἀ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν acquit him of wrong, Lys.1.34; also οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης D.34.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογιγνώσκω: Ἰων. καὶ παρὰ μεταγ. Ἀττ. -γῑνώσκω: μέλλ. - γνώσομαι: - ἐγκαταλείπω σχέδιόν τι ἢ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ πράξω τι ἐπεὶ δ’ ἐπὶ τῇ τάφρω οὐκ ἐκώλυε βασιλεὺς τὸ Κύρου στράτευμα διαβαίνειν, ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι (διάφ. γραφ. τὸ μάχεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 7. 19, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 5, κτλ.· ἀπ. τὸ πορεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· ἀπ. διώκειν Πλουτ. Ἀντών. 34· πρβλ. Θησ. 6· ἀπ. μὴ βοηθεῖν, ἀποφασίζω νὰ μὴν βοηθήσω, Δημ. 193. 5. ΙΙ. Μετὰ γεν. πράγμ., ἀπελπίζω, εὑρίσκομαι ἐν ἀπογνώσει, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα, τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 195. 7· οὐδενὸς χρὴ πράγματος τὸν εὖ πονοῦνθ’ ὅλως ἀπογνῶναί ποτὲ Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5: - ἀπολ., εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἐν ἀπελπισμῷ, Δημ. 37. 28., 52. 16 (ἔνθα τινὰ τῶν χειρογράφων ἔχουσι τὴν προσθήκην ἑαυτῶν), Βαβρ., 43. 18· καὶ μετ’ ἀπαρ., αἱρήσειν ἀπ. Ἀρρ. Ἀν. 3. 20, 3 Λουκ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., ἐγκαταλείπω τι ὡς ἀπεγνωσμένον, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα περὶ αὐτοῦ, οἱ μὲν γὰρ ἀπεγνώκασι τὴν σωτηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 11· τὰς πρεσβείας Πολύβ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 35, 1, κτλ.· ἀπ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων Ἀππ. Ἱσπ 37: οὕτω μετ’ αἰτ. προσ., Δημ. 69 ἐν τέλ.· ἀπ. αὑτὸν Πολύβ. 22. 9, 14: - Παθ., εἶμαι ἀπεγνωσμένος ὥστε πανταχῇ τὰ παρ’ ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι Δημ. 358. 13· ἐλπὶς Διον. Ἁλ. 5. 15· ἐλευθερία Λουκ. Τυραννοκ. 6· πρὸς ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας Πολύβ. 30. 8, 3· ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος, «ἀποφασισμένος», Πλουτ. Περικλ. 13· καὶ ἐπίρρ. -νως, ἐν ἀπογνώσει, ὁ αὐτ. Νικ. 21. β) ἀποκηρύττω, ἀπορρίπτω, τι Ἱππ. 20. 14· τινὰ Δίων Κ. 73. 15. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀρνοῦμαι νὰ δεχθῶ κατηγορίαν, ἀπορρίπτω, γραφήν, ἔνδειξιν Δημ. 605. 15., 1327. 8, ἐντεῦθεν, 2) ἀπ. τινὸς (ἐνν. δίκην ἢ γραφὴν) ἀπορρίπτω καταγγελίαν εἰσαγομένην ἐναντίον τινός, ὅ ἐ. ἀθῳώνω τὸν ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταγιγνώσκειν τινός, Δημ. 1020. 14, πρβλ. Αἰσχίν. 29. 6, κτλ.· ἀπ. τί τινος Ἰσαῖος 54. 20· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον ἀδικίας, Λυσ. 95. 4: - ἀλλ’ ὡσαύτως, 3) ἀπ. (ἐνν. τῆς δίκης ἢ τῆς γραφῆς), ἀπαλλάσσω τινὰ τῆς κατηγορίας, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον, Δημ. 539. 3· οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ καταγνῶναι, ὁ αὐτ. 913. 22, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπογνώσομαι, ao.2 ἀπέγνων, pf. ἀπέγνωκα;
renoncer à : τοῦ μάχεσθαι XÉN à combattre ; διώκειν PLUT à poursuivre ; abs. s’abandonner soi-même, se décourager : ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες PLUT hommes désespérés ; avec un inf. désespérer de ; Pass. être désespéré : ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος PLUT abandonné des médecins.
Étymologie: ἀπό, γιγνώσκω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tard. ἀπογινώσκω LXX 2Ma.9.22, Ph.2.426, I.BI 4.79

• Morfología: [aor. sigm. ἀπέγνωσα PCair.Zen.3.298.4 (III a.C.), cf. Plb.1.29.5]
I en gener.
1 renunciar a, abandonar la idea de gener. c. inf. τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19, τοῦ ... παραφυλάττειν τὸν ἐπίπλουν Plb.1.29.5, τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG 7.5.7, sin art. διώκειν Plu.Ant.34, πλεῖν Plu.Thes.6, αἱρήσειν Arr.An.3.20.3, ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10, τὴν μὲν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8, cf. D.Chr.32.8
c. μή e inf.: μὴ βοηθεῖν D.15.9, μὴ συγχωρῆσαι IG 22.457.18 (IV a.C.).
2 desesperar abs., de pers., D.4.42, μηδ' αὖτ' ἀπογνῷς, μηδ' ἀπελπίσῃς Babr.43.18, ὑπὲρ σφῶν Iul.Or.3.61c, ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες hombres desesperados Plu.Alex.16, tb. ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι Hdn.1.16.4, ἀπεγνωσμένων σκεπαστής (ὁ θεός) LXX Iu.9.11, cf. Eus.HE 10.4.10, Hdn.4.4.3, ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας esperanzas perdidas Plb.30.8.3
c. gen. desesperar de τῆς ἐλευθερίας Lys.2.46, οὐδενὸς ... πράγματος Men.Fr.119, τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ βοηθείας I.AI 3.297, τῆς σωτηρίας Plu.2.771c, ὡς ἀνιάτων como de gente incurable D.Chr.32.97
c. ac. abandonar por falta de confianza, desesperar de τὴν σωτηρίαν Arist.EN 1115b2, Plb.1.86.1, I.BI 4.79, με Men.Sam.484, ἀπογνοὺς αὑτόν Plb.21.26.14, τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5, τὰς ἐλπίδας Plb.2.35.1, Ph.2.283, τὴν ὠφέλειαν Ph.1.176, τὴν ἐλευθερίαν Plu.2.166d, ἀκρίβειαν Porph.Antr.36, τὴν ἐπάνοδον IM 17.24, cf. App.Hisp.37
en gener. rechazar de abstr. εὐρύθμους ... ἐπιδέσιας Hp.Medic.4, φιλίαν Iambl.VP 102, τὰ θνητά Ph.1.299, de pers. Θηβαίους D.6.16, cf. 3.33, τὸν ... Νίγρον D.C.73.15.2
ignorar τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ LXX De.33.9, τὰ κατ' ἐμαυτόν LXX 2Ma.9.22
renunciar a ἀσφάλειαν Ph.2.321, cf. 426
en v. pas. desesperarse, perderse abs. ὥστε πανταχῇ τὰ παρ' ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι D.19.54, ἀπέγνωστο παντάπασιν ἡ ἐλευθερία Luc.Tyr.6, ὅταν ἀπογνωσθῇ ... ἐλπίς D.H.5.15.4
en medic. ser desahuciado ὑπὸ τῶν ἰατρῶν Plu.Per.13, Luc.Abd.4, cf. Hierocl.Facet.176.
II sent. jur.
1 desestimar γραφήν un escrito de acusación D.22.39, τὴν ἔνδειξιν D.58.17.
2 absolver c. gen. de pers. ἀ. μου (sc. δίκην o γραφήν) rechazar un cargo contra alguien D.40.39, ἐμοῦ Aeschin.2.6, Λεωχάρους ἅ ... Is.5.34, c. inf. ἐμοῦ ... ἀ. ... μὴ ἀδικεῖν absolverme de la acusación de injusticia Lys.1.34
c. gen. de cosa τῆς δίκης D.34.21
abs. μήτ' ἀπογνώτω μηδὲν μήτε καταγνώτω ni absuelva ni condene Aeschin.3.60.
3 ser declarado culpable, convicto en v. pas. διὰ τί τοὺς ἀπεγνωσμένους ἐπὶ κλοπαῖς ... «φουρκίφερας» καλοῦσιν; Plu.2.280e.

Greek Monolingual

ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α)
(νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, -η, -ο
απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι
αρχ.
1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι
2. εγκαταλείπω κάτι, χάνω κάθε ελπίδα γι' αυτό
3. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι την καταγγελία
4. απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία, τον αθωώνω.