ἱππεύω

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππεύω Medium diacritics: ἱππεύω Low diacritics: ιππεύω Capitals: ΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: hippeúō Transliteration B: hippeuō Transliteration C: ippeyo Beta Code: i(ppeu/w

English (LSJ)

   A to be a horseman or rider, ride, Hdt.1.136, etc.; ἱ. ταῖς κυούσαις ἵπποις Arist.HA576a21; ἱ. ἐπ' ὄνου Luc.Bacch.2; of a people, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Hdt.7.84, cf. 87:—also in Med., Id.1.27,79.    2 metaph., of the wind, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος E.Ph.212 (lyr.); σελάνα ἱππεύουσα δι' ὀρφναίας Id.Supp.994 (lyr.); also, rush, πρὸς φόνον Id.HF1001.    II serve in the cavalry, Lys.14.7, X.HG3.1.4, Pl.Lg.756b, etc.    2 at Rome, to be an eques, D.C. 49.12; τὸ -εῦον the ordo equester, Id.60.7.    III of a horse, as we say 'the horse rides (i.e. carries his rider) well', X.Eq.1.6,3.4, 10.3.    IV drive a team, Ar.Nu.1406.

German (Pape)

[Seite 1258] ein Reiter sein, reiten; Ar. Nubb. 1416; Her. oft; ταῖς ἵπποις, auf Stuten, Arist. H. A. 6, 22; ἐπ' ὄνου, auf einem Esel, Luc. Bacch. 2, bes. zu Roß Kriegsdienste thun, Her. 7, 84, Xen. Hell. 3, 1, 4, Plat. Legg. VI, 756 b, Ritter sein, Lys. 14, 7. 16, 7 u. A. Uebertr. vom Winde. dahersprengen, -stürmen, Eur. Phoen. 220, vgl. Herc. Fur. 1001; – bei Xen. de re equ. 1, 6. 10, 3 vom Pferde, ἐάν τις διδάξῃ τὸν ἵππον. ἐν χαλαρῷ τῷ χαλινῷ ἱππεύειν. – Das med., ἱππεύεσθαι ἀγαθοί, tüchtig, um Ritterdienst, Her. 1, 79

Greek (Liddell-Scott)

ἱππεύω: (ἱππεὺς) εἶμαι ἱππεὺς ἢ ἔφιππος, ἱππεύω. Ἡρόδ. 1. 136, καὶ Ἀττ.· οἱ δὲ Σκύθαι ἱππεύουσι ταῖς κυούσαις ἵπποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 7· ἐπ’ ὄνου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα Λουκ. Διον. 2· - ἐπὶ ἔθνους, ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Ἡρόδ. 7, 84, πρβλ. 87· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 27, 79. 2) μεταφ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ζεφύρου πνοαῖς ἱππεύσαντος Εὐρ. Φοίν. 212 (πρβλ. Ὁρατίου ᾨδ. 4, 44)· οὕτω, λαμπάδ’ ἵν’ ὠκυθόαι νύμφαι ἱππεύουσι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 994· ὡσαύτως, ἐφορμῶ, πρὸς φόνον ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1001. ΙΙ. εἶμαι ἔφιππος στρατιώτης, ὑπηρετῶ ἐν τῷ ἱππικῷ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 4, Λυσ., κλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἵππου, φέρω τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1. 6., 3, 4., 10. 3.

French (Bailly abrégé)

ao. ἵππευσα;
I. aller à cheval :
1 être cavalier, monter un cheval ou une bête de somme : ἐπ’ ὄνου LUC monter un âne;
2 servir comme cavalier;
II. aller comme un cheval, particul. galoper, courir;
Moy. ἱππεύομαι servir comme cavalier.
Étymologie: ἱππεύς.

English (Slater)

ἱππεύω
   1 drive horses ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356.

Spanish

cabalgar

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱππεύω) ιππεύς
ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω
νεοελλ.
1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα
2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά
αρχ.
1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.)
2. (για λαούς) έχω τη συνήθεια, την κλίση ή την ικανότητα να είμαι καλός ιππέας («ἱππεύει ταῡτα τὰ ἔθνη», Ηρόδ.)
3. (για τον άνεμο) φυσώ ορμητικά, δυνατά («ζεφύρου πνοαῑς ἱππεύσαντος», Ευρ.)
4. (μτφ., ποιητ.) εφορμώ για να κάνω κάτιἱππεύω πρὸς φόνον», Ευρ.)
5. ανεβαίνω σε όνο ή ημίονο («ἐπ' ὄvου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα», Λουκιαν.)
6. υπηρετώ στο ιππικό («τούτους ἡγεμόνας εἶναι πάντων τῶν ἱππευσάντων», Πλάτ.)
7. ανήκω στην κοινωνική τάξη τών ιππέων
8. (για άλογα) έχω πάνω μου αναβάτη
9. οδηγώ άρμα ή άμαξα με δύο ή τέσσερεις ίππους
9. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἱππεῡον
η τάξη τών ιππέων.