μήλο
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
1. ο καρπός της μηλιάς
2. συν. στον πληθ. τα μήλα
τα κυρτότερα και πιο εξογκωμένα μέρη τών παρειών
νεοελλ.
1. φρ. α) «το μήλο της Έριδος» — η αιτία της διχόνοιας, διεκδικούμενο πρόσωπο ή πράγμα
β) «το μήλο του Αδάμ» — λαϊκή ονομασία του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγα, ο οποίος στους άνδρες προβάλλει συχνά στη μέση της πρόσθιας επιφάνειας του λαιμού, κν. καρύδι
γ) «μήλο του παραδείσου» — κοινή ονομασία του φυτού μούσα η κοινή
2. παροιμ. «το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει» — λέγεται για τις περιπτώσεις τών τέκνων τα οποία κληρονομούν τον χαρακτήρα τών γονέων
νεοελλ.-μσν.
καθετί το εκλεκτό και όμορφο
μσν.-αρχ.
1. κάθε αντικείμενο σφαιρικού σχήματος («τὰ σὰ δάκρυα μᾱλα ῥέοντι», Θεόκρ.)
2. στον πληθ. οι μαστοί νέας κοπέλας
αρχ.
1. είδος κολοκυθιάς
2. το σποριάγγειο του ρόδου
3. οι αμυγδαλές
4. κύπελλο με σχήμα μήλου
5. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα»
6. φρ. α) «μῆλον Ἀρμενιακόν» — το βερίκοκο
β) «μῆλον Ἠπειρωτικόν» — το ροδόμηλο
γ) «μῆλον Κυδώνιον» — το κυδώνι
δ) «μῆλον Περσικόν» — το ροδάκινο
ε) «μῆλον Μηδικόν» ή «μῆλον κίτριον» — το πορτοκάλι ή το λεμόνι
στ) «μῆλον ἄγριον» — το αγριόμηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. μεσογειακής προελεύσεως, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mālum, mēlum.
ΠΑΡ. μήλειος (I), μηλιά, μήλινος, μηλίτης (Ι)
αρχ.
μηλίσκον, μηλίτις, μηλώδης, μηλών
αρχ.-μσν.
μηλίς (Ι)
μσν.
μηλάρι, μηλίτσι(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλοφόρος
αρχ.
μηλοβαφής, μηλόσπορος, μηλούχος, μηλάπιον, μηλοδροπήες, μηλοδωράκινον, μηλοειδής, μηλοκίτριον, μηλοκυδώνιον, μηλομαχία, μηλόμελι, μηλοπάρειος, μηλοπέπων, μηλοπλακούς, μηλοφύλαξ (Ι), μήλοψ αρχ.-μσν. μηλάγριον, μηλοκοπικός
μσν.
μηλοπράτης, μηλόμασθος, μηλόχρους
μσν.- νεοελλ.
μηλοφάγος (Ι)
νεοελλ.
μηλοβόλος, μηλόκρασο, μηλοκύδωνο, μηλομάγουλο, μηλόπιτα. (Β' συνθετικό) κιτρόμηλο(ν), χαμαίμηλο(ν), χρυσόμηλο(ν)
αρχ.
αγριοκοκκύμηλον, αμφίμηλον, αρίμηλον, γλυκύμηλον, κεδρόμηλον, κοκκύμηλον, κροκόμηλον, λασίμηλον, λιτρόμηλον, μελίμηλον, μονόμηλον, ροδόμηλον, υδρόμηλον, υδροχαμαίμηλον
νεοελλ.
γεώμηλο, κορόμηλο, λωτόμηλο].