παραμείβω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμείβω Medium diacritics: παραμείβω Low diacritics: παραμείβω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: parameíbō Transliteration B: parameibō Transliteration C: parameivo Beta Code: paramei/bw

English (LSJ)

   A change or alter, τινὰ ὅλον Alciphr.3.40.    II = Med., leave on one side, pass by, c. acc. loci, A.R.2.660, Plu.Mar.18, etc.; of a river, flow past, Arist.Mir.846b30.    2 outrun, excel, σοφίᾳ σοφίαν S.OT504(lyr.).    3 c. acc. cogn., παράμειβε κέλευθον pass on your way, Arch.Pap.1.220.—Rare in Act.    B Med., pass by, leave on one side, τὸν παραμειψάμενος Od.6.310 ; παρημείβοντο Μάλειαν h.Ap.409 ; ἔθνεα πολλὰ παραμειψάμενοι Hdt.1.94 ; πόλιας τάσδε Id.7.109, etc.; Κόρας (i. e. their shrine) S. OC130(lyr.) ; π. τὰς πηγὰς τοῦ Εὐφράτου Plu.Pomp.32 ; of rivers, run past a place, Hdt.1.72,75 ; march past, τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν Plu.Ant.39 ; but πύλας παραμείψεται shall pass through the gates, Thgn.709.    2 pass over, omit to mention, Hdt.2.102.    3 outstrip, καὶ θαλασσαῖον π. δελφῖνα Pi.P.2.50 ; μή τίς σε λάθῃ . . ὄχοις παραμειψαμένη E.IA146 (anap.).    4 of time, pass, go by, Hes. Op.409.    II causal, turn aside, divert, τίνα πρὸς . . ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; Pi.N.3.27.—Cf. παραμεύομαι.

German (Pape)

[Seite 489] umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; ἀπήνη τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελθών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ ναῦς τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμείβω: μέλλ. -ψω, μεταβάλλω παντελῶς, χόλος δὲ ἐμπεσὼν ... εἰς αὐτὸν ὅλον παρήμειψε καὶ τῶν φρενῶν ἔξω κατέστησε Ἀλκίφρων 3.40. ΙΙ. - Μέσ., ἀφίνω κατὰ μέρος, παρέρχομαι, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 660, Πλουτ. Μάρ. 18, κτλ.· - ἐπὶ ποταμοῦ, περνῶ πλησίν μέρους τινός, π. τοὺς τόπους Ἄννα Κομν. 1. 40, 8· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὰς πηγὰς Πλουτ. Πομπ. 32)· παρέρχομαι, τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 39. 2) ὑπερέχω, ἐξέχω, ὑπερβάλλω, σοφίᾳ σοφίαν Σοφ. Ο. Τ. 504· πρβλ. παραμένω. ΙΙΙ. διέρχομαι, βίον Ἀνθ. Π. 8. 181. - Σπάν. ἐν τῷ ἐνεργ. Β. Μέσ., πορευμόμενος παρέρχομαι, ἀφίνω, τὸν παραμειψάμενος, «παρελθὼν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 310 παρημείβοντο Μαλείαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 409 παραμείβεσθαι ἔθνεα πολλὰ Ἡρόδ. 1. 94· πόλις τάσδε ὁ αὐτ. 7. 109, κτλ.· ἄλσος Σοφ. Ο. Κ. 130· ὡσαύτως ἐπὶ ποταμῶν παραρρεόντων τόπον τινά, Ἡρόδ. 1.72, 75· - ἀλλά, πύλας παραμείψεται, θὰ διέλθῃ διὰ τῶν πυλῶν, Θέογν. 709. 2) διηγούμενος παρέρχομαι, παρατρέχω, δὲν μνημονεύω, Λατ. praetermitto, Ἡρόδ. 2. 102. 3) ὑπερτερῶ κατὰ τὴν ταχύτητα, «ξεπερνῶ», Λατ. praevertere, καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα Πινδ. Π. 2. 93· μή τίς σε λάθῃ .. ὄχοις παραμειψαμένη Εὐρ. Ι. Α. 146. 4) ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, «περνῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 407· ἴδε Α ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ παρεκκλίνῃ, νὰ παρεκτραπῇ, θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; πρὸς τίνα ἀλλοτρίαν ἄκραν κάμνεις νὰ παρεκκλίνῃ ὁ πλοῦς μου, ὦ θυμέ, κατὰ μεταφορὰν ἀντί, διὰ τί διηγεῖσαι νῦν τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Ἡρακλέους ἐάσας τὰ τῶν Αἰακιδῶν; Πινδ. Ν. 3. 47· πρβλ. παραμεύομαι.

French (Bailly abrégé)

passer le long de ou devant, acc. ; fig. dépasser, surpasser, acc.;
Moy. παραμείβομαι passer le long de ou devant, acc. ; fig. omettre.
Étymologie: παρά, ἀμείβω.

English (Slater)

παρᾰμείβω med. (cf. παραμεύομαι.)
   a overtake θεός, ὃ καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα (P. 2.50)
   b lead astray θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; (Boeckh: -αμείβῃ, -αμείβη codd.: παραμείβεις Maas.) (N. 3.27)

Greek Monolingual

ΜΑ
(ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων
2. μεταβάλλω κάτι εντελώς
3. (το μέσ.) παραμείβομαι
αφήνω έναν τόπο κατά μέρος, αφήνω πίσω («παραμείβεσθαι τὰς πηγὰς τοῡ Εὐφράτου», Πλούτ.)
4. υπερέχω, εξέχω
5. κάνω κάτι να παρεκκλίνει, εκτρέπω κάτι από τη θέση του
6. μέσ.
α) ξεπερνώ κάποιον ως προς την ταχύτητα
β) δεν μνημονεύω στην διήγηση μου
γ) (για τον χρόνο) περνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμείβω «αλλάσσω»].