περιβλέπω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβλέπω Medium diacritics: περιβλέπω Low diacritics: περιβλέπω Capitals: ΠΕΡΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: periblépō Transliteration B: periblepō Transliteration C: perivlepo Beta Code: perible/pw

English (LSJ)

   A look round about, gaze around, περιβλέψας ἔφη Ar.Ec.403; πρὸς τοὺς παρόντας Pl.Erx.395c; μηδαμοῖ X.Lac.3.4; πάντῃ Luc.Sacr.9, etc.:— Med., look about one, Plu.Cat.Mi.37, Arr.Epict.3.14.3 ; περιεβλέποντο ζητοῦντες . . D.S.16.32.    II trans., look round at, πάσας X.Cyr.5.1.4:—Med., ἀλλότρια ἡγεμονικὰ π. M.Ant.7.55, cf. Ev.Marc. 3.5.    2 seek after, covet for oneself, ἀρχήν App.BC3.7.    3 look about for, τινα Luc.Vit.Auct.12 ; τόπον εὐφυῆ Plb.5.20.5:—Med., Id.9.17.6, LXXTo.11.5.    4 admire, respect, τοὔνδικον π. S.OC996 (unless in signf. 11.3):—Pass., περιβλέπεσθαι τίμιον E.Ph.551, cf. Philostr.Her.15.    5 Med., look up, consult, βίβλους Zos.Alch. p.138 B.

German (Pape)

[Seite 570] ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσθαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. περίβλεπτος.

Greek (Liddell-Scott)

περιβλέπω: ἀμεταβ., βλέπω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 403· πρὸς τοὺς παρόντας Πλάτ. Ἐρυξ. 395C· μηδαμοῖ Ξεν. Λακ. 3. 4· πάντῃ Λουκ., κλ.· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βλέπω περὶ ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., βλέπω ὁλόγυρα πρός., πάντας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ., καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς... λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γϳ, 5. 2) ἐπιζητῶ ἢ ἐπιδιώκω τι, ἐπιθυμῶ δι’ ἐμαυτόν, ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 55. 3) βλέπω ὁλόγυρα ζητῶν τινα, ἀναζητῶ, τινὰ ἢ τι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Πολύβ. 5. 20, 5· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 9. 17, 6. 4) βλέπω μετὰ θαυμασμοῦ τινα, προσβλέπω, σέβομαι, π. τοὔνδικον Σοφ. Ο. Κ. 996· δεδοικὼς καὶ περιβλέπων βίαν, ὑποπτεύων βίαν, Εὐρ. Ἴων. 624. ― Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 551· πρβλ. περίβλεπτος.

French (Bailly abrégé)

1 regarder tout autour, acc.;
2 porter ses regards tout autour, de l’un à l’autre : τινά, sur qqn;
3 chercher des yeux de tous côtés, acc. ; fig. περιβλέπειν τοὔνδικον SOPH avoir égard à la justice;
Moy. περιβλέπομαι chercher du regard de tous côtés, acc. ; fig. aspirer à, convoiter, acc..
Étymologie: περί, βλέπω.

English (Strong)

from περί and βλέπω; to look all around: look (round) about (on).

English (Thayer)

imperfect middle 3rd person singular περιεβλέπετο; 1st aorist participle περιβλεψάμενος; to look around. In the N. T. only in the middle (to look round about oneself): absolutely, τινα, to look round on one (i. e. to look for oneself at one near by), εἰς τίνος, Ev. Nic c. 4; πάντα, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια
2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι
3. παθ. περιβλέπομαι
παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) κοιτάζω ολόγυρα με εξεταστικό τρόπο
β) επιθυμώ και επιδιώκω κάτι για τον εαυτό μου, εποφθαλμιώ
2. μέσ. α) ρίχνω γύρω μου το βλέμμα μου, κοιτάζομαι γύρω γύρω
β) συμβουλεύομαι, κοιτάζω βιβλίο.