σήραγγα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
η / σῆραγξ, -ήραγγος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. φυσική δίοδος ή τεχνητό όρυγμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, θολωτή υπόγεια στοά μεγάλων, συνήθως, διαστάσεων κάτω από βουνά, λόφους ή ποτάμια για την διοχέτευση υδάτων, για την διέλευση οχημάτων ή σιδηροδρομικής γραμμής, για αποκατάσταση επικοινωνίας ή για άλλους σκοπούς, τούνελ, λαγούμι
2. ανατ. καθένας από τους κοίλους χώρους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις φλέβες και στις αρτηρίες τών σηραγγωδών σωμάτων, αλλ. αραίωμα
3. φρ. α) «αεροδυναμική σήραγγα»
(μηχ.) εγκατάσταση δοκιμών για την μελέτη της επίδρασης τεχνητού ομοιόμορφου ρεύματος αέρα πάνω σε ομοιώματα πτητικών συσκευών και άλλων σωμάτων β) «σήραγγα περιδίνησης» — αεροδυναμική σήραγγα, όπου το ρεύμα είναι ανοδικό και κατακόρυφο για την εξουδετέρωση της ταχύτητας πτώσης του ομοιώματος
γ) «δίοδος σήραγγας»
(ηλεκτρον.) ημιαγωγική δίοδος, λυχνία που χρησιμοποιείται ως ενισχυτής συχνοτήτων δ) «σήραγγα ταχείας ψύξης»
(τροφ. τεχνολ.) διάταξη για την παραγωγή κατεψυγμένων τροφίμων, αποτελούμενη από σήραγγα μέσα στην οποία εκτονώνεται αέρας ή άζωτο, με αποτέλεσμα την δημιουργία χαμηλής θερμοκρασίας
ε) «φαινόμενο σήραγγας»
(πυρ. φυσ.) φαινόμενο κατά κύριο λόγο κβαντικό, σύμφωνα με το οποίο ένα κβαντόνιο έχει μη μηδενική πάντοτε πιθανότητα εξόδου του από ένα φρέαρ δυναμικού, διαπερνώντας τα τοιχώματά του σαν να διερχόταν μέσα από σήραγγα
αρχ.
1. σπήλαιο που έχει διανοιχθεί από νερά, κοίλος βράχος, σπηλιά (α. «σήραγγες δὲ καὶ ἄμμος καὶ πηλὸς ἀμήχανος», Πλάτ.
β. «ὀ μὲν σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν», Θεόκρ.)
2. στον πληθ. αἱ σήραγγες
α) οι σπογγοειδείς πόροι τών πνευμόνων («σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας», Πλάτ.)
β) οι πόροι τών μαστών («φυσικαὶ τῶν μαστῶν σήραγγες», Κλήμ. Αλ.)
γ) οι πόροι τών βραγχίων
3. ο αυλός του οστού
4. σανίδωμα που χρησιμοποιούσε ο σηλαγγεύς, ο χρυσωρύχος
5. (κατά τον Ησύχ.) «κοιλότης, ὕφαλος, πέτρα ρήγματα ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῆραγξ έχει σχηματισθεί πιθ. < θ. σηρ- του σέσηρα «δείχνω τα δόντια μου» (βλ. λ. σαίρω [Ι]) + επίθημα -αγξ (πρβλ. φάρ-αγξ)].