Σίμων

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίμων Medium diacritics: Σίμων Low diacritics: Σίμων Capitals: ΣΙΜΩΝ
Transliteration A: Símōn Transliteration B: Simōn Transliteration C: Simon Beta Code: *si/mwn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, Simon, one of the Telchines (v. Τελχίν), used prov. of

   A a confederate in evil, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμέ Zen.5.41.    II name of a throw of the dice, Eub.57.

Greek (Liddell-Scott)

Σίμων: -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Τελχίνων (ἴδε Τελχίν), λέγεται δὲ παροιμιωδῶς ἐπὶ τῶν συνησπισμένων πρὸς κακόν, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμὲ Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ΙΙ. ὄνομα βόλου τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. 6.

English (Strong)

of Hebrew origin (שִׁמְעוֹן); Simon (i.e. Shimon), the name of nine Israelites: Simon. Compare Συμεών.

English (Thayer)

Σίμωνος (Buttmann, 16 (14)), ὁ (שִׁמְעון, 'a hearing', from שָׁמַע , 'to hear'; (there was also a Greek name Σίμων (allied with Σῖμος, i. e. 'flat-nosed'; Fick, Gr. Personennamen, p. 210), but cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Simon at the beginning; Lightfoot on Galatians , p. 266f)), Simon;
1. Peter, the apostle: Πέτρος.
2. the brother of Judas Lebbaeus (cf. under the word Ἰούδας, 8), an apostle, who is called Κανανίτης (so R G, but L T Tr WH Κανιναιος, which see), ζηλωτής, ἀδελφός, 1): Ἰσκαριώτης (see Ἰούδας, 6)): Schenkel, Ewald, Keim, Hug, Bleek (see his Synoptative Erklär. on Luke , the passage cited) to) be the same as Simon the leper, Luke , the passage cited is now commonly thought to be distinct from that narrated by Matt. and Mark the passages cited; cf. Godet or Keil on Luke).
7. a certain tanner, living at Joppa: Simon (`Magus'), the Samaritan sorcerer: Lipsius in Schenkel v., pp. 301-321; (cf. W. Möller in Herzog edition 2, vol. xiv., pp. 246ff; Schaff, Hist. of the Chris. Church, vol. ii (1883) § 121).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. όνομα ενός από τους Τελχίνες
2. συνεκδ. αυτός που μαζί με άλλους κάνει το κακόοἶδα Σίμωνα καὶ Σίμων ἐμέ», Ζηνόβ.)
3. ονομασία ριξιάς στο παιχνίδι τών κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σīμός, αν και το βραχύ -ĭ- του τ. παραμένει δυσερμήνευτο].———————— (II)
ο, ΝΜΑ
(ο επιλεγόμενος Μάγος) εκπρόσωπος του Γνωστικισμού, μάγος και αιρεσιάρχης τών αποστολικών χρόνων, ο οποίος αποδοκιμάστηκε από τον απόστολο Πέτρο επειδή προσπάθησε να εξαγοράσει με χρήματα τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.