χάρμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάρμα Medium diacritics: χάρμα Low diacritics: χάρμα Capitals: ΧΑΡΜΑ
Transliteration A: chárma Transliteration B: charma Transliteration C: charma Beta Code: xa/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (χαίρω):    I in concrete sense, source of joy, delight, χ. γενέσθαι or ἔσσεσθαί τινι, Il.17.636, 23.342; χ. φίλοις Thgn.692; χ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν A.Ag.266, cf. S.Fr.636.1; μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χ. δωρεῖται Antiph.1; of victory in the games, ἄπονον ἔλαβον χ. Pi.O.10 (11).22; καλλίνικον χ. Id.I.5 (4). 54: freq. in pl., Od.6.185; μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃς Hes.Op.701, cf. Max.87 (sg.); χάρματ' Ἐρινύος, χάρματα θηρῶν, E.Ph.1503, Supp.282 (both lyr.); χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, ἐμβαλεῖν χ. ἀνθρώποισι, Pi.O.2.99, 7.44; ἀντιδιδόναι A.Eu.984 (lyr.).    2 source of malignant joy, Il.3.51, 6.82, al.; λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς A.Pers.1034 (lyr.).    II in abstract sense, joy, delight, τὴν δ' ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Od.19.471, cf. h.Cer.371, Hes.Sc.400.—Poet. and late Prose, Plu.Mar.46.

German (Pape)

[Seite 1339] ατος, τό, eine Freude, ein Vergnügen, ein Gegenstand, der Einem Freude od. Vergnügen macht, χάρμα τινί, Hom. im plur. Od. 6, 185; Hes. O. 703; ἄπονον χάρμα ἔλαβον Pind. Cl. 11, 73; καλλίνικον ἀγαπάζω I. 4, 61, u. öfter, u. Tragg., wie Aesch. Ag. 257; sp. D., βροτῶν χάρμα ῥόδον Anacr. 53, 51; – bes. auch Gegenstand der Schadenfreude, Il. 3, 51. 6, 82. 10, 193. 23, 342, wie λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς Aesch. Pers. 991; – übh. Freude, Vergnügen; Od. 19, 471; H. h. Cer. 372. 411; Hes. Sc. 400; Soph. frg. 563; Eur. Ggstz von γόος, Mel. 328; ὡς ἐπὶ χάρμασιν λέγω Phoen. 1549, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

χάρμα: τό, (√ΧΑΡ, χαίρω)· Ι. ὡς συγκεκριμένον, πηγὴ χαρᾶς, πρᾶγμα πρόξενον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, χαρά, χάρμα γενέσθαι ἢ ἔσεσθαί τινι Ἰλ. Ρ. 636, Ψ. 342· χ. φίλοις Θέογν. 692· ὡσαύτως χ. τινὸς Εὐρ. Φοίν. 1506, Ἱκ. 282· - χάρ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 266, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 563· μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ἐπὶ νίκης ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἄπονον χ. ἔλαβον Πινδ. Ο. 10 (11) 26· καλλίνικον χ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4) 69· ― συχν. ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ζ. 185, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034, Εὐρ. : χάρματα τιθέναι, ἐμβάλλειν τινὶ Πινδ. Ο. 2. 179., 7. 80· ἀντιδιδόναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 984. 2)ἐπὶ χαιρεκακίας, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δέ σοι αὐτῷ ; Ἰλ. Γ. 51, Ζ. 82, κ. ἀλλ.: λυπρά, χάρματα δ’ ἐχθροῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034· πρβλ. ἐπίχαρμα. ΙΙ. ὡς ἀφῃρημένον, χαρά, εὐφροσύνη, τέρψις, τὴν δ’ ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Ὀδ. Τ. 471, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 400. - Ποιητ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet de joie ; particul. sujet de joie maligne ou insolente;
2 joie, réjouissance, plaisir.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d’où réjouir ; v. χαίρω.

English (Autenrieth)

ατος (χαίρω): concr., a thing of joy, Il. 14.325; esp., γίγνεσθαί τινι, be a source of malignant joy,’ Il. 3.51, Il. 6.82.

English (Slater)

χάρμα (ἡ)
   a joy of victory, success ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (O. 9.86)
   b ]ς τε χάρμας (τὰς ἐπιδορατίδας Σ.) Δ. 3. 13.

English (Slater)

χάρμα (χάρμ(α) nom., acc., χαρμάτων, -ατ(α).)
   1 joy, pleasure ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει (O. 2.19) καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.99) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.44) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.22) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας (P. 8.64) ἀνδράσι χάρμα φίλοις (sc. Ἀρισταῖον) (P. 9.64) σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.66) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (I. 5.54) χαρμ[ Πα. 7. b. 3. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
καθετί που προκαλεί χαρά, ευχαρίστησηχάρμα ὀφθαλμῶν», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
χαρά, ευχαρίστηση, τέρψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -μα (πρβλ. πῆ-μα)].