άκριτος

From LSJ
Revision as of 20:37, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἄκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι
2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος, αδοκίμαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, ασυνάρτητος
2. ο μη διακεκριμένος, κοινός, συνηθισμένος
3. συνεχής, αδιάλειπτος, ασταμάτητος
4. άπειρος, αναρίθμητος
5. αυτός που δεν πήρε οριστική τροπή, αμφίβολος, αβέβαιος, απρόβλεπτος
6. αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο ανεξέλεγκτος
7. αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει κάτι
8. (για τη μοίρα) αυτός που δεν κάνει διάκριση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄκριτον
συνεχώς, αδιάκοπα
10. φρ. «πυρετὸς ἄκριτος» — πυρετός που δεν έφθασε ακόμα στο κρίσιμο σημείο, που δεν κορυφώθηκε. (
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κριτὸς < κρίνω.
ΠΑΡ. ακρισία
αρχ.
ἀκριτί.
ΣΥΝΘ. ακριτόμυθος
αρχ.
ἀκριτόβουλος, ἀκριτόδακρυς, ἀκριτόφυλλος, ἀκριτόφυλος, ἀκριτόφυρτος, ἀκριτόχειρος
(μσν). ἀκριτόφωνοι
μσν.- νεοελλ.
ακριτοεπής
νεοελλ.
ακριτολόγος].———————— (II)
-η, -ο
1. ο αμίλητος
2. ο λιγόλογος
3. απερίγραπτος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω «μιλώ» (πρβλ. κρένω)].