αἰωρέω

From LSJ
Revision as of 17:30, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰωρέω Medium diacritics: αἰωρέω Low diacritics: αιωρέω Capitals: ΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: aiōréō Transliteration B: aiōreō Transliteration C: aioreo Beta Code: ai)wre/w

English (LSJ)

fut. Pass.

   A -ηθήσομαι D.C.41.1, (ἀπ-) Hp.Fract.14, but -ήσομαι Aristid. 2.289J.: aor. ᾐωρήθην (v. infr.): pf. ᾐώρημαι Opp. H.3.532: (ἀείρω):—lift up, raise, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, of the eagle raismg his back and feathers, Pi.P.1.9; swing as in a hammock, αἰ. [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην Hp.Mul.1.68, cf. Aret.CA1.4; τοὺς ὄφεις . . ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν D.18.260.    2 hang, τινὰ ἐκ τοῦ ἀτράκτου Luc.JConf.4:—metaph., ᾐώρει . . ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι excited them to think that... App.BC2.81, cf. Plu. Brut. 37.—Never in good Att.    II more freq. in Pass., to be hung, hang, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Hdt.7.92; αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν being raised, lifted, Pl.Phd. 98d; αἷμα ᾐωρεῖτο spouted up, Bion 1.25; ὁ ἥλιος ὑπὸ πνευμάτων αἰωρεῖται is tossed, carried to and fro, Diog.Oen.Fr.8.    2 swing, float in air, Pl.La.184a; hover, of birds, Arist.Mir.836a12; of a dream, S.El.1390(lyr.); oscillate, Pl. Phd.112b; of an army, αἰωρουμένης στρατιᾶς περὶ Μεσοποταμίαν Plu. Ant.28.    b take passive exercise, Gal. Thras. 23.    3 metaph., to be in suspense, ἐν κινδύνῳ to hang in doubt and danger, Th.7.77; αἰ. ἐν ἄλλοις depend upon... Pl.Mx.248a; αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων playing for a high stake, Hdt.8.100; αἰ. τὴν ψυχήν X.Cyn.4.4; τὸ μὴ -ούμενον τῆς ψυχῆς Epicur.Nat.22G.    4 Pass., to be held in suspense, threatened, ἀπαιδίας πρὸς τιμωρίαν -ουμένης Chor.p.71.3B.

Greek (Liddell-Scott)

αἰωρέω: μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 (ἀείρω). Ἐγείρω, ὑψώνω, μετεωρίζω, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. ἐωρέω. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ὁμαλῶς αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· αἷμα ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: πέτομαι πέριξ, περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι μετέωρος, Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι μετέωρος, ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. αἰωρήσω, ao. ᾐώρησα, pf. inus.
Pass. ao. ᾐωρήθηνpart. αἰωρηθείς, pf. ᾐώρημαι;
I. lever en l’air, d’où
1 soulever, enlever;
2 tenir suspendu ; Pass. être suspendu ; fig. être en suspens, incertain, inquiet;
II. balancer en l’air ; Pass. se balancer dans les airs ; abs. osciller.
Étymologie: αἰώρα.

English (Slater)

αἰωρέω
   1 make to rise and fall ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (sc. αἰετός.) (P. 1.9)

Spanish (DGE)

I act. y med., usos no esp.
1 balancear, mecer, arquear νῶτον αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος del águila de Zeus, Pi.P.1.9, τοὺς ὄφεις ... ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς D.18.260
simpl. mover σύνδρομον ᾐώρησεν ... σφυρὸν αὔραις alzó su pie rápido como los vientos Nonn.D.14.3
v. med. balancearse, moverse de acá para allá δέρματα περὶ τοὺς ὤμους Hdt.7.92, δέρμα λέοντος Theoc.22.51
tener un movimiento de vaivén (τὸ ὑγρὸν τοῦτο) αἰωρεῖται καὶ κυμαίνει ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd.112b.
2 medic. balancear, mecer para producir un ejercicio pasivo (γυναῖκα) ἐπὶ κλίνην φερομένην Hp.Mul.1.68, cf. Aret.CA 1.4.7
en v. med. someterse a balanceo como tratamiento, Hp.Mul.2.117, Gal.5.845.
3 colgar, prender τίαραν ... ἐπὶ κεφαλῆς Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Placit.4.16.1, τινὰ ἐκ τοῦ ἀτράκτου Luc.IConf.4, a Cristo en la cruz Chr.Pat.607
v. med. estar colgando, estar prendido τῶν ὀστῶν Pl.Phd.98d, ἐκ τῶν κλάδων I.AI 7.239
fig. estar en suspenso ἡ ψυχή X.Cyn.4.4, ἐλπὶς αἰ. ὅτι ... App.BC 2.81.
II v. med.-pas., usos esp.
1 flotar, estar suspendido en el aire, cernerse τριταῖον φέγγος αἰωρούμενος es el tercer día que floto en el aire (habla el alma de Polidoro), E.Hec.32, de un sueño, S.El.1390, cf. Pl.La.184a, de pájaros, Arist.Mir.836a13, ἐν ᾧ φησὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλατταν αἰωρεῖσθαι (una mezcla gelatinosa) en la que dice que flotan la tierra y el mar Plb.34.5.4, ἐνδέχεται ... τὸν ἥλιον ... [ὑπὸ τε τῶν] πνευμάτων αἰωρούμενον Diog.Oen.13.4.3
saltar, brotar αἷμα ᾀωρεῖτο Bio 1.25
levantarse ἐκ δαπέδου ... ᾐώρητο Nonn.D.11.44
fig. cernerse, amenazar δέος A.R.1.639, αἰωρουμένης δὲ Παρθικῆς στρατιᾶς περὶ τὴν Μεσοποταμίαν Plu.Ant.28, ἀπαιδίας αὑτῷ πρὸς τιμωρίαν αἰωρουμένης Chor.Decl.7.71.
2 montarse en un vehículo εἰς τοῦτο τὰς ἐξόδους αἰωρούμενος ἐποιεῖτο I.AI 8.186, cf. 18.168, 185, 187, τὸ δὲ πᾶν ἔργον ἐπὶ τεσσάρων αἰωρούμενον τροχῶν εἱστήκει toda la obra se alzaba montada sobre cuatro ruedas I.AI 8.83.
3 estar amenazado ἐν κινδύνῳ Th.7.77
estar incierto πραγμάτων ᾐωρημένων Procop.Vand.2.4.28.
4 depender ἐν ἄλλοις Pl.Mx.248a, c. gen. εὐβουλίας τε καὶ ῥοπῆς ὁ πόλεμος αἰωρεῖται Chor.Decl.4.68.
5 arriesgarse ὑπὲρ μεγάλων Hdt.8.100, cf. Epicur.Fr.[34] 17.5.

Greek Monotonic

αἰωρέω: μέλ. -ήσω, Παθ. αόρ. αʹ ᾐωρήθην (ἀείρω),
I. 1. σηκώνω, εγείρω, μετεωρίζω, υψώνω· ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, λέγεται για τον αετό που σηκώνει, που ανοίγει τα φτερά του, σε Πίνδ.· τοὺςὄφεις ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, σε Δημ.· πρβλ. ἐωρέω.
2. κρεμώ, εξαρτώ, σε Πλούτ., Λουκ.
II. Παθ.,
1. εξαρτιέμαι, κρεμιέμαι, σε Ηρόδ.· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, υψωμένων, εγερμένων, σε Πλάτ.· αἷμα ᾐωρεῖτο, ξεχυνόταν, ανέβλυζε, σε Βίωνα.
2. κρέμομαι, αιωρούμαι στον αέρα, κρέμομαι, ταλαντεύομαι ενώ είμαι κρεμασμένος από κάτι, μένω μετέωρος, σε Σοφ., Πλάτ.
3. μεταφ., είμαι μετέωρος, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, σε Θουκ.· αἰωρεῖσθαι ἐνἄλλοις, εξαρτώμαι από, στηρίζομαι πάνω σε άλλους, σε Πλάτ.· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, αυτός που διακινδύνευσε για σπουδαίο ζήτημα, για μεγάλη υπόθεση, σε Ηρόδ.