ὄνειδος
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
εος, τό,
A reproach, rebuke, censure, blame, esp. by word, προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι Il.1.291 ; λέγ' ὀ. 2.222 ; ὀ. βάζεις Od.17.461 ; εἶχε ὄ. καὶ ἀτιμίην was in disgrace, Hdt.9.71 ; ὄ. ὀνειδίζειν S.Ph.523 ; ὄ. φέρει it brings reproach, Pl.R.590c ; ὄ. τινὶ περιθεῖναι Antipho 5.18 ; περιάψειν Lys.21.24 ; ὡς ἐν ὀνείδει by way of reproach, Pl.Grg.512c, cf. R.431b (without ὡς Smp. 189e) ; ὀνείδει ἐνέχεσθαι, συνέχεσθαι, Id.Lg.808e, 944e : pl., ὀνείδη κλύειν A.Pers.757 ; κολάζειν ὀνείδεσι with censures, Pl.Lg.847a ; ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα Id.R. 344b ; ὀ. ἐπιφέρειν Arist.EN1123a32. 2 matter of reproach, disgrace, σοὶ γὰρ ἐγὼ . . κατηφείη καὶ ὄ. Il.16.498 ; σοὶ μὲν δὴ . . κατηφείη καὶ ὄ., εἰ . . 17.556, cf. Hdt.2.36 ; ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν Od. 22.463 ; τέκνοις ὄ. λιπεῖν E.Heracl.301 ; ὀνειδῶν καὶ κακῶν μέστους D. 22.31 ; ὄνειδός [ἐστι] c. inf., E.Andr.410 : c. gen., τὸ . . πόλεως ὄ. the disgrace of the city, A.Th.539 ; αὑτῆς ὄ. S.OC984 ; ὄ. Ἑλλάνων Id.Aj. 1191 (lyr.) ; τὸ Λυσίου ὄ. Pl.Phdr.277a ; Oedipus calls his daughters τοιαῦτ' ὀνείδη, S.OT1494, cf. Ar.Ach.855, D.21.132. 3 the statement of Eust.88.15, 647.36 that ὄ. meant originally any report of one, reputation, character, is not borne out by the passages he cites— ὄ. οὐ καλόν S.Ph.477 ; Θήβαις κάλλιστον ὄ. E.Ph.821 (lyr.) ; καλὸν ὄ. Id.Med.514, IA305, which are plainly ironical. (Cf. Skt. nindati, nid- 'insult', Goth. ga-naitjan 'slander', Lett. naids 'hatred'.)
German (Pape)
[Seite 345] τό (ὄνομα, eigtl. übh. Ruf s. a. E., oder richtiger mit vorgeschlagenem ο von der Wurzel νιδ, Neid), Schimpf, Schmach, Vorwurf, bes. Schmährede, Schimpfwort; ὀνείδεα μυθήσασθαι, Il. 1, 291; λέγειν, προφέρειν, 2, 222. 251; βάζειν, Od. 17, 461; αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν μητέρι θ' ἡμετέρῃ, 22, 463, öfter; ἀρχαῖον, κακοποιόν, Pind. Ol. 6, 80 N. 8, 33; τοιάδ' ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν, Aesch. Pers. 743; ἄλγησον ἦπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130, öfter; τοὔνειδος ὀνειδίσαι, Soph. Phil. 519 (s. auch das verb.); κοὔπω τις λόγον κακὸν ἠνέγκατ' οὐδ' ὄνειδος, Tr. 462; ἐμοὶ ὄνειδος μὴ θανεῖν ὑπὲρ τέκνου, mir ist es Schande, Eur. Andr. 411; τέκνοις ὄνειδος λιπεῖν, Heracl. 302; auch in Prosa, Her. 7, 160; ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος λέγεταί τε καὶ ἔστιν, Plat. Rep. I, 347 b; καὶ ψόγος, Legg. XI, 926 d; ὀνείδει ἔνοχος ἔστω, V, 742 b, wie ὀνείδει ἐνεχέσθω τῷ μεγίστῳ XII, 808 e; auch ὀνείδη ἐχέτω, VI, 762 a, öfter. – Auch der Gegenstand des Schimpfes, der Schande, σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσομαι, Il. 16, 498, vgl. 17, 556; Her. 2, 36; u. concret, der mit Schande bedeckt ist u. Andern Schande bringt; so heißen τοιαῦτ' ὀνείδη die Töchter des Oedipus, Soph. O. R. 1494; Λυσίστρατος Χολαργέων ὄνειδος, Ar. Ach. 820; τῆς πόλεως ὄνειδος γεγενημένος, Lycurg. 5; vgl. Dem. ep. 3 p. 644; τῇ πόλει, Mid. 132. – Wie Soph. Phil. 475 sagt σοὶ δ' ἐκλιπόντι τοῦτ' ὄνειδος οὐ καλόν, diesen nicht schönen Leumund, so ist Eur. Phoen. 828 Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος verbunden, Ruhm, Ehre (guter Leumund).
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειδος: τό, (λέγεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινε πᾶσαν φήμην καλὴν ἢ κακὴν περί τινος, ὡς τὸ κλέος, κληδών, Λατ. fama, Εὐστ. 88. 15., 647. 36· ἀλλὰ τὰ ὑπ’ αὐτοῦ μνημνονευόμενα χωρία - τοῦτ’ ὄνειδος οὐ καλὸν Σοφ. Φιλ. 477· Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος Εὐρ. Φοίν. 821· καλὸν ὄνειδος ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 514, Ι. Α. 305, - εἶναι προφανῶς εἰρωνικά· μάλιστα ἡ ἔννοια τῆς μομφῆς ὑπάρχει ἐν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ τῆς λέξεως, ἴδε κατωτ.). Ι. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ὄνειδος, μομφή, ἔλεγχος, ψόγος, ἐπιτίμησις, μάλιστα διὰ λόγου, ὀνείδεα μυθήσαθαι, λέγειν, βάζειν Ἰλ. Α. 291, Β. 22, Ὀδ. Ρ. 461, κτλ.· αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Χ. 463· ὄνειδος ἔχω, εἶμαι περιφρονημένος, Ἡρόδ. 9. 71· ὀνείδη κλύειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 757· ὄνειδος ὀνειδίζειν Σοφ. Φιλ. 523· ὄνειδος λιπεῖν τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 301· ὄν. φέρει, φέρει μομφήν, ψόγον, κατηγορίαν, Πλάτ. Πολ. 590C· ὄνειδός [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ἀνδρ. 410·. ὀνειδός τινος περιθεῖναι Ἀντιφῶν 131. 31· περιάπτειν Λυσ. 164. 1· ὀνειδῶν καὶ κακῶν μεστοὺς Δημ. 603. 6· ὡς ἐν ὀνείδει, ὀνειδιστικῶς, Πλάτ. Γοργ. 512C, πρβλ. Πολ. 431Α, Συμπ. 189Ε· ὀνείδει ἐνέχεσθαι, συνέχεσθαι Νόμ. 808Ε, 944Ε· κολάζειν ὀνείδεσι, δι’ ἐπιτιμήσεων ἢ μομφῶν, αὐτόθι 847Α· ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Πολ. 341Β· ὄν. ἐπιφέρειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 2, 22.
2) ὑπόθεσις δι’ ὄνειδος, αἰτία ἢ ἀντικείμενον ὀνείδους, καταισχύνης, σοὶ γὰρ ἐγὼ ... κατηφείη καὶ ὄνειδος Ἰλ. Π. 498· σοὶ μὲν δὴ ... κατηφείη καὶ ὄν., εἰ ... Ρ. 556, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 36· μετὰ γεν., τὸ ... πόλεως ὄν. Αἰσχύλ. Θήβ. 539· αὐτῆς ὄν. Σοφ. Ο. Κ. 984· ὄν. Ἑλλάνων ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1191· τὸ λύσιον ὄν. Πλάτ. Φαῖδρ. 277Α· οὕτως ὁ Οἰδίπους καλεῖ τὰς θυγατέρας του: τοιαῦτ’ ὀνείδη, Σοφ. Ο. Τ. 1494, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 855, Δημ. 558. 5. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι nid (vituperare, spernere)· πρβλ. Γοτθικὸν ga-nait-jain (ἀτιμᾶν), nait-eins (βλασφημία)· ὥστε τὸ ὀ- δέον νὰ θεωρηθῇ εὐφωνικόν).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 reproche, blâme : ὄνειδος ἔχειν HDT être l’objet d’un blâme ; ὄνειδος ὀνειδίζειν SOPH adresser un blâme;
2 sujet de honte ; honte, déshonneur ; par antiphrase titre de gloire.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Νιδ, blâmer, dédaigner.
English (Autenrieth)
εος: reproach, often pl., ὀνείδεα μῦθεῖσθαι, λέγειν, προφέρειν, βάζειν, κατ' ὀνείδεα χεῦαί τινι, ‘overwhelm one with reproach,’ Od. 22.463; then matter of reproach, disgrace, Il. 16.489.
English (Slater)
ὄνειδος
1 reproach, disgrace γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.89) πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)
English (Strong)
probably akin to the base of ὄνομα; notoriety, i.e. a taunt (disgrace): reproach.
English (Thayer)
ὀνείδους, τό (from ὄνομαι to blame, to revile), from Homer down, reproach; equivalent to shame: Sept. chiefly for חֶרְפָּה; three times for כְּלִמָּה disgrace, Proverbs 18:13.)
Greek Monotonic
ὄνειδος: τό,
1. λοιδορία, επίκριση, κατηγορία, σε Όμηρ.· ὄνειδος ἔχειν, είμαι ατιμασμένος, περιφρονημένος, σε Ηρόδ.· ὄνειδός (ἐστι), με απαρ., σε Ευρ.· ὡς ἐν ὀνείδει, υβριστικά, σε Πλάτ.· πληθ., ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα, στον ίδ. κ.λπ.
2. αντικείμενο περιφρόνησης, αιτία χλευασμού, σοὶ μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὸ πόλεως ὄν., ντροπή της πόλης, σε Αισχύλ.· ὄν. Ἑλλάνων, σε Σοφ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τις κόρες του τοιαῦτ' ὀνείδη, στον ίδ.