ὀμφή

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφή Medium diacritics: ὀμφή Low diacritics: ομφή Capitals: ΟΜΦΗ
Transliteration A: omphḗ Transliteration B: omphē Transliteration C: omfi Beta Code: o)mfh/

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun,

   A voice, in Hom. always of the gods, ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Il.20.129 ; ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Od.3.215,16.96 ; θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀ., of the voice of the dream sent by Zeus to Agamemnon, Il.2.41 ; oracle delivered from the inner shrine at Pytho, Thgn.808 ; τρίποδος Philostr.Im.2.19 ; κληροῦν ὀμφάν (v. κληρόω 11.2) ; signified by the flight of birds, ὀ. οἰωνοῖο A.R.3.939 : also in pl., κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος S.OC102 ; κατ' ὀμφὴν σήν on hearing thy message, ib.550, cf. 1351.    2 sweet, tuneful voice, Pi.Fr.152 ; ὀμφαὶ μελέων ib.75.19 ; ἁδεῖαι . . ὀμφαί Id.N.10.34, cf. S.Ichn.321 (lyr.).    3 generally, a voice, sound, ἰΰζειν ὀμφάν A.Supp.808(lyr.) ; μύθων αὐδαθέντων ὀ. E.Med.175 (lyr.).    II ὀμφά· ὀσμή (Lacon.), Hsch., dub. cj. in Lyr.Adesp.63 ; cf. εὔομφος 1, ποτόμφει.    III ὄμφαι, αἱ, name of the best kind of nard, τὰς ὄμφας ὀνομαζομένας βαρβάρῳ γλώττῃ κτλ. Gal.14.74. (In sense 1 cogn. with Engl. song : in sense 11 with ONorse anga 'give out a sweet scent', angi 'scent', ang 'pleasant sensation'.)

German (Pape)

[Seite 343] ἡ (von επ, ἔπος), die Stimme; bei Hom. stets ὀμφὴ θείη oder ὀμφὴ θεῶν oder θεοῦ, Götterstimme; θείη δέ μιν ἀμ φέχυτ' ὀμφή, Il. 2, 41; ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς, 20, 129; ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ, Od. 3, 215. 16, 96; so noch κατ' ὀμ φὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph. O. C. 102; – allgemeiner, ἁδεῖαι Ἀθαναίων ὀμφαί νιν κώμασαν, die Stimmen, Pin. N. 10, 34; ἴϋζε δ' ὀμφάν, Aesch. Suppl. 789; οὔτ' ἄν ποτ' ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσθετο, Soph. O. C. 1353; πῶς μύθων αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν; Eur. Med. 175; einzeln noch bei sp. D.; λιγεῖα, Anacr. 41, 11; Nonn.; auch Heliod. – Nach Hesych. bei den Lacedämoniern = ὀσμή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφή: ἡ, ποιητ. ὄνομα, φωνὴ θεοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐδή, ἡ ἀνθρωπίνη φωνή), ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Ἰλ. Υ. 129· ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Ὀδ. Γ. 215, κτλ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ’ ὀμφή, ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὀνείρου, ὃν ὁ Ζεὺς ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Β. 41, πρβλ. 6· ἐπὶ χρησμοῦ διδομένου ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἱεροῦ τόπου, πίονος ἐξ ἀδύτου Θέογν. 808· τρίποδος Φιλόστρ. 842· κληροῦν ὀμφὰν (ἴδε κληρόω ΙΙ. 2)· ἐδηλοῦτο δὲ αὕτη καὶ διὰ τῆς πτήσεως πτηνῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 939· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., κατ’ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Σοφ. Ο. Κ. 102· οὕτω, κατ’ ὀμφὴν σήν, ἀκούσας τὸ σὸν ὄνομα, (διότι τὸ ὄνομα τοῦ Οἰδίποδος ἐνεῖχέ τι τὸ φοβερὸν καὶ μυστηριῶδες), αὐτόθι 550, πρβλ. 1351. 2) γλυκεῖα καὶ μελῳδικὴ φωνή, Πινδ. Ἀποσπ. 266· ὀμφὴ μελέων αὐτόθι 45. 17· γλυκεῖαι ... ὀμφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 63· - καθόλου, φωνή, ἦχος, ἰύζειν ὀμφὰν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 808· μύθων αὐδαθέντων ὀμφ. Εὐρ. Μήδ. 175. – Καθ’ Ἡσύχιον: «ὀμφή· φήμη θεία. κλῃδὼν θεία. φωνή. δόξα. πνοή, ὀνείρου φαντάσματα». ΙΙ. Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ὀσμή, «ὀμφά· ὀσμή. Λάκωνες» Ἡσύχιος· ἐντεῦθεν τὸ ῥόδον ἐν Ἀρκαδίᾳ ἐκαλεῖτο εὐόμφαλον, Τίμαρχ. Παρ’ Ἀθην. 682C. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, εἰπεῖν, ὄψ, παρεμβαλλομένου τοῦ μ, πρβλ. κόρυμβος ἐκ τοῦ κορυφή, στρόμβος ἐκ τοῦ στρέφω).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 voix divine, voix prophétique, oracle;
2 voix en gén.
Étymologie: R. Ἐπ, parler, > ἔπος, ὄψ, avec insertion d’un μ ; cf. κόρυμβος de κορυφή, στρόμβος de στρέφω.

English (Autenrieth)

divine or prophetic voice, conveyed by a dream or through omens of birds, etc. See πανομφαῖος.

Greek Monolingual

(I)
ὀμφή, ἡ (Α)
1. φωνή θεού
2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.)
3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή
4. φωνή, ήχος («μύθων τ' αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν», Ευρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφή
φήμη θεία, κληδὼν θεία. φωνή, δόξα, πνοή, ὀνείρου φαντάσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., η οποία ανάγεται σε ΙΕ τ. songwhā και αποτελεί παρ. ενός ρήματος sengwh- «τραγουδώ», που μαρτυρείται στη Γερμανική (πρβλ. γερμ. singen «τραγουδώ», αγγλ. sing). Η ελλ. λ. ὀμφή αντιστοιχεί με το γοτθ. ουσ. αρσ. γένους saggws «τραγούδι, μουσική, απαγγελία» (για τη διαφορά γένους ανάμεσα στην ελλ. και γοτθ. λ. πρβλ. νόμος: νομή, τόμος: τομή). Τέλος, η λ. ὀμφή απαντά πιθ. ως α' συνθετικό στο κυπρ. ανθρωπωνύμιο ὈμφοκλέFης].———————— (II)
ὀμφή, λακων. τ. ὀμφὰ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «πνοή»
β) «ὀμφὰ
ὀσμή, Λάκωνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τών νέφος, νεφέλη (για το αρκτικό ο- της λ. πρβλ. -μφαλός). Ανάλογη θεωρείται και η προέλευση της λ. ὄμβρος].

Greek Monotonic

ὀμφή: ἡ,
1. φωνή θεού (αντίθ. προς το αὐδή, ανθρώπινη φωνή), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀμφή, λέγεται για τη φωνή τη σταλμένη από τον Δία, που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· κατ' ὀμφὴν σήν, με το άκουσμα του ονόματός σου (καθώς το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε κάτι το τρομερό), σε Σοφ.
2. γλυκιά και μελωδική φωνή, σε Πίνδ.· φωνή, ήχος, σε Ευρ.