μνηστεύω

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Dor. μναστ-, aor. ἐμνήστευσα: pf.

   A μεμνήστευκα D.S.18.23:—Med., fut. μνηστεύσομαι Palaeph.29: pf. μεμνήστευμαι Luc. (v. infr.), in Pass. sense, Ev.Luc.1.27, 2.5 (v.l. ἐμν-):—court, seek in marriage, c. acc., ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα μνηστεύειν Od.18.277; τὴν πλεῖστοι . . μνήστευον Hes.Fr.33.2; ἐμνήστευσε τὴν γυναῖκα λαβεῖν X.HG6.4.37; μ. γάμους E.IA847, cf. Pl.Lg.773b; woo and win, espouse, Thgn.1112, Theoc.18.6:—Med., court for oneself, Περσεφόνης γάμον Apollod.2.5.12, cf. J.AJ4.8.23, Palaeph. l. c.: censured by Luc.Sol.9, but used by him, Merc.Cond. 23, Tox.37; ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος Id.Asin.26; -ευσαμένου μου τῷ . . υἱῷ . . τὴν . . θυγατέρα PFlor.36.4 (iv A. D.):—Pass., of the woman, μναστευθείσᾳ' ξ Ἑλλάνων E.IT208 (lyr.), cf.Isoc.10.39.    II promise in marriage, betroth, τινά τινι E.El.313; γάμον μνηστεύειν (with or without τινι) to bring about a marriage for another, help him to a wife, Call.Dian.265, A.R.2.511:—Pass., τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί his betrothed wife, Ev.Luc.2.5.    b metaph., τοσόνδε κίνδυνον αὐτῷ ὁ ὄλεθρος τῶν ἀδελφῶν μ. J.AJ17.1.1; ἡδονήν [τινι] μ. τῷ κάλλει Jul.Ep.180; ἡμῖν τοῦ μέλους τὸ ἐνδόσιμον μ. ib.186.    III generally, sue, canvass for a thing, c. acc., χειροτονίαν Isoc.8.15: c. inf., μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων Plu.Caes.58:—also in Med., μ. πόλεμον, διαλλαγάς, J.BJ2.17.3, AJ5.7.4.    IV λόγον μ. τινί pass off a speech upon a person, hawk it to him, Socr.Ep.30.13.

German (Pape)

[Seite 195] ein Freier sein, freien, werben; γυναῖκα, um ein Weib, Od. 18, 277; absol., 4, 684; θύγατρα, Hes. frg. 73; πολλάς, Eur. Alc. 720; heirathen, Theogn. 1108; Theocr. 18, 6; in Prosa; Xen. sagt Ἀλέξανδρος ἐμνήστευσε τὴν Ἰάσονος γυναῖκα ἀναλαβεῖν, Hell. 6, 4, 37; Plut. Apophth. Lacon. p. 229. – Auch für einen Andern werben, dah. auch med. für sich werben, Luc. ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος, Asin. 26, a. Sp.; – aber auch pass., von dem Mädchen, verheirathet werden, τινί, an Einen, N. T., z. B. Matth. 1, 18; – γάμον μνηστεύειν, eine Ehe stiften, γάμους, Eur. I. A. 847; τῷ καὶ ἀεξηθέντι θεαὶ γάμον ἐμνήστευσαν, Ap. Rh. 2, 511; in Prosa, τῇ πόλει δεῖ συμφέροντα μνηστεύειν γάμον ἕκαστον, Plat. Legg. VI, 773 b; vgl. Luc. Soloec. 9. – Uebertr. sich um Etwas bewerben, wonach trachten, χειροτονίαν, Isocr. 8, 15; τὸν πόλεμον, nach dem Oberbefehl, Plut. Mar. 34. Auch med., ἑαυτῷ τὸν δεσπότην, für sich zu gewinnen suchen, Luc. merc. cond. 23; c. int., Plut. Caes. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστεύω: Δωρ. μναστεύω, ἀόρ. ἐμνήστευσα, πρκμ. μεμνήστευκα Διόδ. 18. 23, Λουκ., ἀλλὰ παθαν., ἐμνήστευμαι καὶ μεμνήστ-, πρὸς παρθένον ἐ(ἢ με)μνηστευμένην ἀνδρὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 27, τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ β΄, 5· - ὡς τὸ μνάομαι, ἐπιζητῶ τὴν ἀγάπην γυναικός, ζητῶ αὐτὴν εἰς γάμον, μετ’ αἰτ., ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα μνηστεύειν Ὀδ. Χ. 276· τὴν πλεῖστοι... μνήστευον Ἡσ. Ἀποσπ. 73 (41)· ἐμνήστευσε τὴν γυναῖκα λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 37· μνηστ. γάμον Εὐριπ. Ι. Α. 847, Πλάτ. Νόμ. 773Β· κερδίζω τὴν ἀγάπην γυναικός, ἀρραβωνίζομαι, νυμφεύομαι, Θέογν. 1108, Θεόκρ. 48. 6. - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, μναστευθεῖσ’ ἐξ Ἑλλάνων Εὐρ. Ι. Τ. 208, πρβλ. Ἰσοκρ. 215Ε. ΙΙ. ὑπισχνοῦμαι εἰς γάμον, ἀρραβωνίζω, τὴν θυγατέρα τινὶ Εὐρ. Ἠλ. 313· οὕτω γάμον μνηστεύειν τινί, παρασκευάζω γάμον διά τινα, βοηθῶ τινὰ εἰς εὕρεσιν καὶ ἐπιτυχίαν συζύγου, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 511. - Μέσ., ζητῶ δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. 2. 5, 12· τὴν χρῆσιν ταύτην καταδικάζει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 9, ἂν καὶ ἔχει αὐτὴν ὁ ἴδιος ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 23, Τοξ. 37· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος Ὀν. 26· - Παθ., σὺν Μαριὰμ τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 5. ΙΙΙ. καθόλου ἐπιζητῶ, ἐπιδιώκω τι, μετ’ αἰτ., χειροτονίαν Ἰσοκρ. 162Α· μετ’ ἀπαρ., μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων Πλουτ. Καῖσ. 58.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμνήστευσα, pf. μεμνήστευκα;
I. penser à, désirer :
1 rechercher une femme en mariage : μν. γυναῖκα λαβεῖν XÉN prétendre à obtenir pour femme ; Pass. être recherchée ou se faire rechercher en mariage ; épouser une femme;
2 rechercher, ambitionner, briguer en gén., τι;
II. donner en mariage, fiancer : τινί τινα, une jeune fille à qqn ; γάμους EUR consentir à un mariage;
Moy. μνηστεύομαι rechercher pour soi, briguer : μοναρχίαν PLUT le pouvoir absolu, la monarchie ; avec un inf., ambitionner de.
Étymologie: μνηστήρ.

English (Autenrieth)

(μνηστός), aor. part. μνηστεύσαντες: woo, Od. 4.684 and Od. 18.277.

English (Strong)

from a derivative of μνάομαι; to give a souvenir (engagement present), i.e. betroth: espouse.

English (Thayer)

passive, perfect participle μεμνηστευμενος (R G) and ἐμνηστευμενος (L T Tr WH) (cf. Winer s Grammar, § 12,10; Veitch, under the word; Tdf. Proleg., p. 121); 1st aorist participle μνηστευθεις; (μνηστός betrothed, espoused); from Homer down; the Sept. for אֵרֵשׂ; τινα (γυναῖκα), to woo her and ask her in marriage; passive to be promised in marriage, be betrothed: τίνι, Luke 2:5.

Greek Monolingual

(ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) μνηστός
δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μνηστευμένος, -η, -ο
αρραβωνιασμένος («κόρη νεαρά, δειλή, μεμνηστευμένη να πορευθή μόνη;», Παπαδ.)
αρχ.
1. επιζητώ τον έρωτα γυναίκας
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ζητώ γυναίκα σε γάμο («ἐμνήστευσε τὴν Ἰάσονος γυναῑκα», Ξεν.)
3. κερδίζω την αγάπη γυναίκας
4. (κατ' επέκτ.) παντρεύομαι γυναίκα
5. μτφ. α) υπόσχομαι
β) επιφέρω
6. επιζητώ κάτι («οὐ χειροτονίαν μνηστεύσων», Ισοκρ.)
7. (το μέσ.) μνηστεύομαι
επιδιώκω («πᾱσιν δ' ἐλπίζειν ἐνεδίδου, μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων», Πλούτ.)
β. εμπιστεύομαι, αναθέτω
8. ασφαλίζω, διασφαλίζω
9. φρ. α) «μνηστεύομαι τινά τινι» — ζητώ κάποια ως σύζυγο για κάποιον
β) «γάμον μνηστεύω τινί» — βοηθώ κάποιον να βρει σύζυγο
γ) «λόγον μνηστεύω τινί»
(για πρόσωπα) συντάσσω λόγο για κάποιον.

Greek Monotonic

μνηστεύω: (μνάομαι), Δωρ. μναστεύω, μέλ. -σω, μεμνήστευκα·
I. επιδιώκω την εύνοια μιας γυναίκας, φλερτάρω, αναζητώ γυναίκα ως σύζυγο, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· επιδιώκω την εύνοια μιας γυναίκας και την κερδίζω, παντρεύομαι, σε Θέογν., Θεόκρ. — Παθ., μναστευθεῖσ' ἐξ Ἑλλάνων, σε Ευρ.
II. υπόσχομαι να δώσω σε γάμο, αρραβωνιάζω, τὴν θυγατέρα τινί, στον ίδ. — Παθ., τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, στη γυναίκα που του είχαν υποσχθεί για σύζυγο, σε Καινή Διαθήκη
III. επιζητώ, εκλιπαρώ για κάτι, σε Πλούτ.