στρατόπεδον

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτόπεδον Medium diacritics: στρατόπεδον Low diacritics: στρατόπεδον Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: stratópedon Transliteration B: stratopedon Transliteration C: stratopedon Beta Code: strato/pedon

English (LSJ)

τό,

   A camp, encampment, Id.5.63, A. Th. 79 (lyr.), S.Ph.10, Gal.15.709; Στρατόπεδα, name of a part of Egypt, Hdt.2.154, cf. 112: hence, encamped army, Id.4.114, Gal.15.119, etc.; in both senses, Th.2.81.    2 at Rome, the Castra Praetoriana, D.C. 60.1, al.    II generally, army, Hdt.1.77, 9.51,53; also, squadron of ships, Id.8.94, Th.1.117, Lys.21.6, IG12.105.29; σ. ναυτικὰ καὶ πεζικά X.HG6.3.18.    2 the Roman legion, Plb.1.16.2, BGU362 xi 15 (iii A.D.), D.C.55.23, etc.    III the court or suite of the emperor or his representative, Jul.Ep.46.

German (Pape)

[Seite 952] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das Heerlager; μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ στρατόπεδον, Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπεδον: τό, τὸ ἔδαφος ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· οὕτως ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται μέρος τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - ἐντεῦθεν, στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. καθόλου, στρατός, στράτευμα, Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· ὡσαύτως, στόλος πλοίων, ναυτικὴ μοῖρα, ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ ἀκολουθία τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 le sol sur lequel campe une armée, campement, camp;
2 troupe campée, armée dans un camp ; armée en gén. ; p. anal. flotte.
Étymologie: στρατός, πέδον.

English (Strong)

from the base of στρατιά and the same as πεδινός; a camping-ground, i.e. (by implication) a body of troops: army.

English (Thayer)

στρατοπεδονου, τό (στρατός, and πέδον a plain), from Herodotus down;
a. a military camp.
b. soldiers in camp, an army: Luke 21:20.

Greek Monotonic

στρᾰτόπεδον: τό,
I. έδαφος επί του οποίου έχουν στρατοπεδεύσει στρατιώτες, στρατιωτική κατασκήνωση, στρατόπεδο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απ' όπου, στρατός, στρατοπεδευμένο στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. γενικά, στρατός, στράτευμα, σε Ηρόδ.· επίσης, ναυτική μοίρα, αγκυροβολημένος, στόλος, στον ίδ., Θουκ.
2. ρωμαϊκή λεγεώνα, σε Πολύβ.