συμμορία

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμορία Medium diacritics: συμμορία Low diacritics: συμμορία Capitals: ΣΥΜΜΟΡΙΑ
Transliteration A: symmoría Transliteration B: symmoria Transliteration C: symmoria Beta Code: summori/a

English (LSJ)

ἡ, (μόρα)

   A taxation-group of citizens at Athens, formed for the levy of εἰσφορά in 378/7 B.C., and later for the discharge of the τριηραρχία, in 357/6 B.C.; see D.14 (περὶ τῶν σ.) passim, and cf. Clidem.8, Philoch.126, Ulp. ad D.2.29; στρατηγὸς ὁ ἐπὶ τὰς σ. ᾑρημένος IG22.1629.209 (325/4 B.C.), cf. Arist.Ath.61.1; ἡγεμὼν συμμορίας, = συμμοριάρχης, D.21.157, 28.4, Hyp.Fr.147; ἐπιμελητὴς τῆς σ. D.47.22; μετοικικαὶ σ. IG22.244.26 (337/6 B.C.).    2 a division of the Athenian fleet, X.HG1.7.30.    3 a division of the people at Teos, CIG3065-6 (ii B.C.); class of ἔφηβοι, PTeb.316.4, al. (i A.D.).    4 a company in general, δειπνεῖν κατὰ σ. J.AJ5.7.3; αἱ Ἀσκληπιοῦ σ., of the medical profession, Aristid.2.20 J., cf. Lib. Or.1.44, 17.26, 20.3; a class at school, ἔστι τῆς σ. ὁ κράτιστος he is top of the class, Id.Ep.139.2.    5 of the Roman classes in the Servian constitution, D.H.4.18.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, in Athen eine Abtheilung von 60 der wohlhabendsten Bürger, die gemeinschaftlich eine Staatslast, Liturgie, z. B. Ausrüstung eines Kriegsschiffes übernahmen; solche Symmorien waren in Athen 20, in jeder der zehn φυλαί zwei, s. Böckh Staatsh., οὐκ ἐκ συμμορίας τὴν ναῦν ποιησάμενος, Is. 7, 38; πρότερον εἰσφέρετε κατὰ συμμορίας, νυνὶ δὲ πολιτεύεσθε κατὰ συμμορίας, Dem. 2, 29, vgl. 13, 20; ὁ νόμος ὁ τοῦ Περιάνδρου, καθ' ὃν αἱ σ υμμορίαι συνετάχθησαν, 47, 21; εἰς συμμορίαν ἐγγράφειν, 39, 8; – D. Hal. 4, 18 vergleicht die römischen classes des Servius Tullius damit.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορία: ἡ, (μέρος) κυρίως συμμετοχὴ ἢ «συντροφία», ὅρος ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις μετὰ τὴν ἀπογραφὴν ἢ τίμησιν τοῦ 377 π. Χ., ὅτε οἱ 1200 πλουσιώτατοι τῶν Ἀθηναίων πολῖται διῃρέθησαν εἰς 20 συμμορίας ἤτοι σωματεῖα (δύο ἐξ ἑκάστης φυλῆς), ὧν ἕκαστον περιεῖχεν 60 μέλη· εἰς ἑκάστην δὲ συμμορίαν ἐπεβάλλετο κατὰ σειρὰν ἡ πληρωμὴ ἐκτάκτων δαπανῶν πολεμικῶν εἰσπραττομένου παρ’ αὐτῶν τοῦ ἐπὶ τῆς περιουσίας φόρου (εἰσφορά)· ― ἡ λέξις ἀπαντᾷ πρῶτον ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 32· ἀλλ’ ἡ κυριωτάτη μαρτυρία περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξεως εἶναι ὁ τοῦ Δημοσθένους λόγος περὶ τῶν Συμμοριῶν· πρβλ. συντέλεια ΙΙ, καὶ ἴδε Βöckh. P. E. 285 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. εἰσφορά. 2) καθόλου, συμμετοχὴ εἴς τι, τινὸς Ἀριστείδ. 2. 20· ἀπολ., «συντροφία», Συλλ. Ἐπιγρ. 3065, 6· δειπνεῖν κατὰ σ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 7, 3. ΙΙ. τῆς λέξεως ποιεῖται χρῆσιν Διον. ὁ Ἁλ. 4. 18, ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν τάξεων (Classes) κατὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Σερουΐου.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 symmorie, réunion des 60 plus riches citoyens d’Athènes, qui devaient pourvoir à certaines liturgies, particul. à l’entretien de la flotte, ou faire l’avance de certaines contributions, p. ex. de l’ εἰσφορά à la place des citoyens les plus pauvres ; il y avait 20 symmories, 2 par tribu ; à Rome classe dans la constitution de Servius;
2 p. ext. association.
Étymologie: σύμμορος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύμμορος
(στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση της εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και της επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού
νεοελλ.
οργανωμένη ομάδα κακοποιών και ιδίως ληστών, σπείρα
αρχ.
1. ονομασία καθενός από τα τμήματα στα οποία διαιρούνταν ο αθηναϊκός στόλος
2. διαίρεση λαού στην Τέω, πόλη της Ιωνίας
3. τάξη εφήβων
4. συντροφιά
5. τάξη σχολείου
6. (στη Ρώμη) τάξη κατά το πολίτευμα του Σερουΐου
7. φρ. α) «ἡγεμὼν συμμορίας» — συμμοριάρχης (Δημοσθ.)
β) «αἱ Ἀσκληπιοῡ συμμορίαι» — οι ιατρικοὶ σύλλογοι (Αριστείδ.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύμμορος
(στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση της εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και της επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού
νεοελλ.
οργανωμένη ομάδα κακοποιών και ιδίως ληστών, σπείρα
αρχ.
1. ονομασία καθενός από τα τμήματα στα οποία διαιρούνταν ο αθηναϊκός στόλος
2. διαίρεση λαού στην Τέω, πόλη της Ιωνίας
3. τάξη εφήβων
4. συντροφιά
5. τάξη σχολείου
6. (στη Ρώμη) τάξη κατά το πολίτευμα του Σερουΐου
7. φρ. α) «ἡγεμὼν συμμορίας» — συμμοριάρχης (Δημοσθ.)
β) «αἱ Ἀσκληπιοῡ συμμορίαι» — οι ιατρικοὶ σύλλογοι (Αριστείδ.).

Greek Monotonic

συμμορία: ἡ (μέρος), συνεταιρισμός ή εταιρεία, σωματείο· στην Αθήνα, μετά το 377 π.Χ., οι 1.200 πλουσιότεροι πολίτες διαιρούνταν σε είκοσι σωματεία (συμμορίαι), δύο σε κάθε φυλή· καθεμιά καλούνταν να πληρώσει με τη σειρά της ένα υπέρογκο ποσό για έκτακτες πολεμικές δαπάνες, ως φόρο επί της περιουσίας της, σε Ξεν., Δημ.