φλύκταινα

From LSJ
Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύκταινα Medium diacritics: φλύκταινα Low diacritics: φλύκταινα Capitals: ΦΛΥΚΤΑΙΝΑ
Transliteration A: phlýktaina Transliteration B: phlyktaina Transliteration C: flyktaina Beta Code: flu/ktaina

English (LSJ)

ἡ,

   A blister made by a burn, Hp.VM16, Thphr.Ign.57; IG42(1).126.25 (Epid., ii A. D.), Luc.DMort.20.4; blister caused by rowing, Ar.V.1119 (troch.), Ra.236(lyr.); ἐξ αἵματος φ. blood-blister, Id.Ec.1057; caused by the bite of the μυγαλῆ, Arist.HA604b20.    2 pustule, Hp.Prog.17, Th.2.49.

German (Pape)

[Seite 1293] ἡ, eine Blase, Blatter auf der Haut, vom Verbrennen od. andern Ursachen; Ar. Vesp. 1119 Ran. 236; Thuc. 2, 49.

Greek (Liddell-Scott)

φλύκταινα: ἡ, (ἴδε φλέω) φουσκαλίδα ἐπάνω εἰς τὸ δέρμα σχηματιζομένη ἐκ καύματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 57· ἐκ κωπηλασίας σχηματισθεῖσα, Ἀριστοφ. Σφ. 1119, πρβλ. Βατρ. 236· ἐξ αἵματος φλ., πλήρης αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1057· προερχομένη ἐκ δήγματος μυγαλῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μικρῶν πυωδῶν ἐξανθημάτων τὰ ὁποῖα παράγει ὁ λοιμός, Ἱππ. Προγν. 42, Θουκ. 2. 49· πρβλ. ὁλοφλυκτίς, ὁλοφυγδών, φλυζάκιον. 2) «φουσκάλα» ἐπὶ τοῦ ἄρτου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;
2 p. anal. élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.
Étymologie: φλόξ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ κοντά σε αυτήν την επιφάνεια
2. (φυτοπαθολ.) φυσαλλιδώδης κηλίδα στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, σύμπτωμα προσβολής του από παθογόνο μύκητα
3. φρ. «κακοήθης φλύκταινα»
(ιατρ.-κτην.) η νόσος άνθρακας
αρχ.
φυσαλλίδα στην επιφάνεια ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλύκταινα (< φλυγ-ταν-ja) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bhl-u- του ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση -γ- (πρβλ. φύγεθρον < φλυγ-εθρον / -εθλον, βλ και λ. φλύω) και επίθημα -tοn- (> -ταν-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -t- (πρβλ. -της, -τος) και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -η- της κατάλ. -en / -on (για μια διαφορετική μορφή επιθήματος βλ. λ. φλυκτίς). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. φλύκταινα εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό επίθημα -αινα (πρβλ. γάγγρ-αινα, κάπρ-αινα, φαγέδ-αινα), παρά τη διαφορετική προέλευση του επιθήματος της].

Greek Monotonic

φλύκταινα: ἡ (φλέω
1. φουσκάλα που δημιουργήθηκε από κάψιμο, σε Αριστοφ.· φλύκταινα που δημιουργήθηκε από πανούκλα, σε Θουκ.
2. φουσκάλα πάνω στο ψωμί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φλύκταινα:1) волдырь, нарыв или прыщ Thuc., Arph., Arst.;
2) пузырь: ἄρτος ταῖς φλυκταίναις (v. l. τὰς φλυκταίνας) ἐξηνθηκώς Luc. хлеб, покрывшийся пузырями.