ἀπολογία

From LSJ
Revision as of 17:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογία Medium diacritics: ἀπολογία Low diacritics: απολογία Capitals: ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: apología Transliteration B: apologia Transliteration C: apologia Beta Code: a)pologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A speech in defence, opp. κατηγορία, Antipho6.7, Th.3.61, Pl.Ap.28a, etc.; ἀ. ποιεῖσθαι to make a defence, Is.6.62; ἀ. ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἀδικημάτων Lys.14.29; τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Hyp.Eux.31; ἀ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.16; expl. by πληροφορία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 313] ἡ, die Vertheidigung, Schutzrede, -schrift, Thuc. 3, 61 Plat. Phaed. 63 d u. öfter; ἀπολογίαν ποιεῖσθαι ὅτι Dem. 49, 59; vgl. Lys. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογία: ἡ, λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν ἐναντίον κατηγορίας, ὑπεράσπισις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατηγορίαν Ἀντιφῶν 142. 7, Θουκ. 3. 61, Πλάτ., κλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπολογεῖσθαι, Λυσ. 142. 23, Ἰσαῖος 62. 29, κλ.· τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défense, justification.
Étymologie: ἀπόλογος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 acción de defenderse, defensa ante un tribunal, op. κατηγορία Antipho 6.7, Pl.Phdr.267a, Anaximen.Rh.1427b10, 1428a7, Luc.Apol.11, c. gen. τῶν κατηγορηθέντων de las acusaciones Is.11.32, ὧν ἡ πόλις ἐνεκάλει Th.6.53, c. prep. περὶ αὑτῶν Th.3.61, περὶ τῶν διαβολῶν Anaximen.Rh.1437b40, ὑπὲρ Παλαμήδους Gorg.B 11a tít.
ἀπολογίαν ποιεῖσθαι hacer una defensa Is.6.62, Isoc.11.9, 17.24, ἀπολογίαν ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἁμαρτημάτων presentar la propia vida como defensa de los delitos del padre Lys.14.29, πρὸς ἅπαντας τοὺς κατηγοροῦντας ποιήσασθαι τὴν ἀπολογίαν defenderse ante todos los acusadores Plb.31.1.5, cf. Isoc.16.3
tb. en lit. crist. apología, discurso de defensa de la fe de los mártires ante el juez A.Pass.Andr.8 (p.21.21), cf. Eus.HE 5.21.4.
2 explicación de las Escrituras ἀ. καὶ διδασκαλία Eu.Thom.A 7.1, Origenes Princ.3.1.16.
3 respuesta ἔδωκεν ἀπολογίαν ὁ Πιλᾶτος πρὸς τοὺς Ἑβραίους A.Pil.B 4.4.

English (Strong)

from the same as ἀπολογέομαι; a plea ("apology"): answer (for self), clearing of self, defence.

English (Thayer)

ἀπολογίας, ἡ (see ἀπολογέομαι), verbal defense, speech in defense: ἡ ἀπολογίαπρός τινα, Xenophon, mem. 4,8, 5).

Greek Monolingual

κ. -για, η (AM ἀπολογία) απόλογος
1. απόκρουση κατηγορίας
2. δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς
μσν.- νεοελλ.
1. απάντηση
2. το δικαίωμα ν' απολογηθεί κάποιος
3. αποπομπή, διώξιμο
μσν.
1. άδεια για αποχώρηση
2. χαιρετισμός.

Greek Monotonic

ἀπολογία: ἡ, λόγος που εκφωνείται προς υπεράσπιση εναντίον μιας κατηγορίας, υπερασπιστική γραμμή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολογία:1) заступничество, оправдание, защита, преимущ. защитительная речь Thuc., Lys., Xen., Isae., Plat., Dem.;
2) ответ NT.