δίεμαι

From LSJ
Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεμαι Medium diacritics: δίεμαι Low diacritics: δίεμαι Capitals: ΔΙΕΜΑΙ
Transliteration A: díemai Transliteration B: diemai Transliteration C: diemai Beta Code: di/emai

English (LSJ)

Pass.,

   A speed, ἵπποι πεδίοιο δίενται speed over the plain, Il. 23.475; οὐ . . μέμονε . . δίεσθαι he is not minded to hasten away, 12.304.    II fear, c. inf., A.Pers.701 (lyr., δείομαι cod.Med.). (Cf. δίω.)

German (Pape)

[Seite 619] s. δίημι.

Greek (Liddell-Scott)

δίεμαι: μέσ., σπεύδω, φεύγω, ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... δίεσθαι, δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε διαπράσσω. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, ὅπερ ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ ἐνδίημι· ἴδε ἐν λ. δίω).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. 1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. δίενται;
1 s’enfuir : πεδίοιο IL à travers la plaine;
2 s’enfuir par crainte ; craindre de, inf..
Étymologie: DELG vieux verbe apparenté à διώκω.

English (Autenrieth)

(cf. δίω), 3 pl. δίενται, inf. δίεσθαι: be scared away, flee; σταθμοῖο δίεσθαι, ‘from the fold,’ Il. 12.304 ; πεδίοιο δίενται, ‘speed over the plain,’ Il. 23.475.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo v. med., excep. impf. act. δίον Il.22.251; formas tem.: pres. ind. δίομαι A.Pers.700, subj. δίωμαι Od.21.370, opt. δίοιτο Od.17.317, part. διόμενος A.Eu.385, Fr.451s.10(b)2]
A tr.
I 1perseguir c. ac. de anim. δηΐους προτὶ ἄστυ Il.12.276, θρασὺν Ἕκτορα ... πεδίονδε Il.22.456, νεβρὸν ὄρεσφι κύων Il.22.189, (κνώδαλον) Od.17.317, μή σε ... ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισι Od.21.370, προτέρωσε ... ἡμέας A.R.4.498, ἐν δρυμοῖσιν ... θῆρα Opp.C.1.84
fig. ἀτίετα διόμεναι λάχη persiguiendo una labor no estimada A.Eu.385 (pero quizá v. pas.).
2 alejar, rechazar c. ac. gener. de animados y ἀπό c. gen. ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε Il.16.246, ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' ... δύνανται ποιμένες ... δ. Il.18.162, cf. 17.110, τὸν ξεῖνον ... ἀπὸ μεγάροιο Od.17.398, cf. 20.343, c. gen. (λέοντα) κύων σταθμοῖο Q.S.2.331
espantar (σκύλακες) κνώδαλα πάντα δίενται Opp.C.1.426, cf. 2.358, en v. pas. οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι (el león) Il.12.304.
3 lanzar, conducir a gran velocidad (ἵππους) προτὶ ἄστυ ... λαοφόρον καθ' ὁδόν Il.15.681.
II escapar, huir c. ac. de dir. ἢν δὲ ... Πόντον δὲ σόη πτερύγεσσι δίηται de una paloma, A.R.2.330
c. inf. sentir temor de, tener miedo de δίομαι μὲν χαρίσασθαι, δίομαι δ' ἀντία φάσθαι A.Pers.700.
B intr. correr ἵπποι ... πεδίοιο δίενται Il.23.475, οὔ σ' ἔτι ... φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ ... δίον Il.22.251, ὦρτο δίεσθαι echó a correr A.R.1.1250
lanzarse, abalanzarse, saltar φαλάγγια τυτθὰ δίενται Nic.Th.755.

• Etimología: Dud.: ¿rel. διώκω? ¿Quizá de *di̯°H2- c. vocalismo analóg. ε, frente a δῖνος < *diH2-? Cf. δίζημαι.

Greek Monolingual

δίεμαι (Α)
1. φεύγω γρήγορα
2. φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω. Εξαιρουμένου του τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι ενεργητικοί τ. του ρ.: δίον και ενδίεσαν. Εξάλλου, ενώ το δίεμαι είναι αθέματος ενεστ., μόνο οι τ. ενδίεσαν και δίενται μπορούν ως αθέματοι να συνδεθούν μαζί του, ενώ οι υπόλοιποι ανήκουν σε θεματικό ρήμα. Κατά συνέπεια, ή πρέπει να υποτεθεί τ. δίομαι και οι δύο αθέματοι τ. να ερμηνευθούν ως αναλογικοί σχηματισμοί κατά τα σημασιολογικώς συγγενή ίεμαι, ίεσαν ή ότι το δίεμαι είναι αρχαίος αθέματος ενεστ. και οι θεματικοί τύποι είναι νεώτεροι σχηματισμοί. Τέλος, η σχέση με το διερός είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

δίεμαι: Παθ., (όπως αν προερχόταν από Ενεργ. δίημι = δίω
I. σπεύδω, επιταχύνω, φεύγω, πεδίοιο, μέσω της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· διέσθαι, να σπεύσει μακριά, στο ίδ.
II. φοβάμαι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίεμαι: только praes.
1) бежать в испуге, мчаться (ἵπποι πεδίοιο δίενται Hom.);
2) бояться, страшиться (δίεμαι ἀντία φάσθαι Aesch.).