δυσάρεστος

From LSJ
Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾰρεστος Medium diacritics: δυσάρεστος Low diacritics: δυσάρεστος Capitals: ΔΥΣΑΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: dysárestos Transliteration B: dysarestos Transliteration C: dysarestos Beta Code: dusa/restos

English (LSJ)

ον,

   A hard to appease, implacable, δαίμονες A.Eu.928; ill-pleased, τι at a thing, Luc.Nav.46; ill to please, fastidious, peevish, δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, cf. Isoc.1.31, 12.8, X.Mem.3.13.3 (Comp.), Diph.63, Nicostr.31 (Comp.), Plu.2.128d; ἀνοίας νόσημα δυσάρεστον Polystr.Herc.1520.1; τὸ δ. displeasure, Plu.Sol.25. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Id.2.476b.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ φιλόψογος Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = δυσαρέστησις, Plut. Sol. 25 Num. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάρεστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, πρός τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι πρᾶγμα, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, ἰδιότροπος, δύστροπος, δύσκολος, Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. mécontent : τι de qch;
II. difficile à contenter :
1 d’un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;
2 difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.
Étymologie: δυσ-, ἀρέσκω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de pers. difícil de contentar δαίμονες de las Erinis, A.Eu.928, del filósofo Heráclito, D.L.1.88
gener. descontentadizo, caprichoso πόλις E.El.904, ἄνδρες Ar.Ec.180, cf. Isoc.1.31, Diph.63, Arr.Epict.1.12.20, de los enfermos, ancianos δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, δυσαρεστότερος ... τῶν τε οἰκετῶν καὶ τῶν ἀρρωστούντων X.Mem.3.13.3, τὸ γῆρας Isoc.12.8, cf. Alciphr.4.17.1, πρὸς ἅπαντα D.Chr.32.28
τὸ δ. carácter caprichoso τὸ δ. καὶ φιλαίτιον τῶν πολιτῶν Plu.Sol.25
descontento ἄκουσον ἐμὴν δυσάρεστον ἀκουήν IAbonuteichos 6.1 (imper.), c. giro prep. τὸ πλῆθος ... δυσάρεστον ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένον D.S.19.81, c. ac. rel. δυσάρεστοι ἔσεσθε τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας estaréis descontentos por las cosas de casa Luc.Nau.46.
2 de abstr. desagradable, molesto, antipático γνῶμαι πολλαὶ καὶ δυσάρεστοι E.IA 27, cf. Nicostr.Com.15, εὐθυμία Ph.1.357, cf. 2.23
neutr. subst. τὸ πρὸς ἀλλήλους δ. Plu.2.148a.
II adv. -ως
1 con disgusto πρὸς ταῦτα δ. ἔχειν estar disgustado por esas cosas Plu.2.476b.
2 con molestias βαρουμένης ... τῆς ὑστέρας καὶ δ. ἔχουσης διὰ τὴν ἐπιφορὰν τῆς ὕλης Sor.1.12.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάρεστος, -ον)
αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικόςδυσάρεστος καιρός»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον.

Greek Monotonic

δυσάρεστος: -ον, 1. δύσκολος στο να κατευναστεί, αδιάλλακτος, σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, ανικανοποίητος, οξύθυμος, δύστροπος, ιδιότροπος, σε Ευρ., Ξεν.
2. αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, τινι με κάποιον, σε Ευρ.· τὸ δυσάρεστον, δυσαρέσκεια, απαρέσκεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσάρεστος: 1) недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый (πόλις Eur.; γῆρας Isocr.; πλήθη Plut.): δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. капризнее (даже) больных; δ. τι Luc. недовольный чем-л.;
2) неумолимый (δαίμονες Aesch.).