ἐκδρομή
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ἡ,
A running out, sally, charge, X.HG3.2.4, Arr. An.1.2.5, al. ; τῶν ἐτησίων Aristid.Or.36(48).8. 2 abstr. for concrete, party of skirmishers, Th.4.127. II shooting, sprouting, of trees, Thphr.CP2.1.3. 2 issue, ὕδατος Hp.Morb.4.57, cf. Herod. Med.inRh.Mus.58.77. III digression in speaking, Aristid.1.92J. (pl.) ; ἡἐ. τοῦ λόγου Agath.1.3, cf.4.29. IV lapse of time, ἐτῶν τετρακοσίων Tz.H.8.56.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, das Auslaufen, a) der Ausfall, Streifzug, Thuc. 4, 127 Xen. Hell. 3, 2, 4 u. Sp. – b) Abschweifung in der Rede, Aristid. – c) von Pflanzen, das Hervorbrechen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδρομή: ἡ, ἔξοδος, ἔφοδος, Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 4, Ἀρρ., κλ. 2) τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὁμὰς ἀκροβολιστῶν, = ἔκδρομοι, Θουκ. 4. 127. ΙΙ. βλάστησις, ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 3. ΙΙΙ. παρέκβασις ἐν ὁμιλίᾳ, Ἀριστείδ. 1. 92.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
sortie impétueuse, charge ; αἱ ἐκδρομαί troupe qui charge l’ennemi.
Étymologie: ἔκδρομος.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): tes. ἐσ- SEG 43.311B.64 (Escotusa II a.C.)
I de pers. y anim.
1 milit. salida, carga maniobra en que un pelotón sale de la formación ὡς αὐτοῖς αἵ τε ἐκδρομαὶ ὅπῃ προσπίπτοιεν ἀπήντων Th.4.127
•por parte de sitiados salida ἐ. γίγνεται τῶν ἐκ τῆς πόλεως Arr.An.1.20.4, κατὰ λόχους ἐκδρομαί I.BI 5.307, cf. 3.157, 207, AI 13.239, Plu.Cam.17, Arr.An.1.21.5, App.Mith.31., D.C.43.38.4, 47.37.5
•incursión, razia τὰς ἐκδρομὰς αὐτῶν ... ἀποκλείσας Lyd.Mag.3.34, cf. Them.Or.8.110c, ἀμείνονας τῶν ἐκδρομῶν Them.Or.10.136c
•choque, escaramuza πολλοὺς αὐτῶν ἐφ' ἑκάστῃ ἐκδρομῇ κατέβαλλον X.HG 3.2.4, ἐκδρομὰς προσκαίρους τιθέμενοι Plu.Pel.15, cf. Aem.18, Brut.41, Luc.Philopatr.29, ἐκδρομάς τε ποιεῖσθαι καὶ εἰσακοντίζειν Hld.9.14.2, ἀτάκτοις ἐκδρομαῖς χρώμενον Gr.Naz.M.35.680A, νεῶν Lib.Or.18.44, cf. Polyaen.Exc.13.5
•fig. incursión c. compl. adnom. de direcc. μεγάλαις ἐκδρομαῖς ἐχρήσαντο πρὸς φιλοσοφίαν Plu.2.77a, τὰς ἐπὶ πᾶν θέαμα ... τοῦ πολυπράγμονος ἐκδρομάς Plu.2.520f.
2 gener. salida tumultuosa, desbandada καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐ. Cyr.Al.Ep.144.3 (ACO 1.1.5, p.11.10), de anim. κατὰ τὰς ἐκδρομὰς τῶν θηρίων Harp.s.u. περιστοιχίζεται, cf. Anat.Exc.5.
II de procesos y fenóm. naturales, frec. cien.
1 salida, bot. germinación Thphr.CP 2.1.3
•medic., ref. al parto salida τοῦ ἐμβρύου Gal.19.455.
2 ref. a líquidos desbordamiento οὐκ ἔσται τῷ ὕδατι ἐ. de un recipiente, Hp.Morb.4.57, c. gen. τῶν ποταμῶν Lyd.Ost.52
•de los astros desviación del curso natural Plu.2.371b.
3 ópt. emisión de rayos de luz ἔχον (τὸ καιόμενον) ἐκδρομάς τινας καὶ ἐξοχάς, δι' ἃς ἡ φαντασία τῆς κόμης γίνεται de los cometas, Alex.Aphr.in Mete.34.9, τῆς ἐξάψεως Alex.Aphr.in Mete.21.20.
4 irrupción c. gen. ἡ διὰ τούτων (τῶν νεύρων) ἐ. τοῦ πνεύματος Hp. en Anon.Med.Acut.Chron.3.1.3
•embate, acometida de fuerzas de la naturaleza ἡ ἐ. τῶν ἐτησίων Aristid.Or.36.8, οἱ σεισμοὶ ... καὶ αἱ τῆς θαλάττης ἐκδρομαί Lib.Or.16.13.
5 fig. salida de lo común, deseo de aventura ὁ Περικλῆς κατεῖξε τὴν ἐκδρομὴν ταύτην καὶ περιέκοπτε τὴν πολυπραγμοσύνην Plu.Per.21.
III gram. y ret.
1 de una letra caída, elisión ἐκδρομῇ τοῦ ῑ καὶ κράσει τῶν λοιπῶν φωνηέντων Eust.729.39.
2 lit. excursus, digresión ἡ παρέκβασις ἐ. ἐστι λόγων Anon.Seg.61, εἴωθεν ἐκδρομαῖς κεχρῆσθαι Thdt.M.82.581C, cf. Aristid.Or.1.3, Agath.1.3.1, ἐκ τῶν μερικῶν ... ὁ λόγος ἡμῖν ὁ προφητικὸς ... ἐπὶ τὰ καθόλου ... ποιεῖται τὴν ἐκδρομήν Cyr.Al.M.71.1060A.
IV concr.
1 excrecencia fig. ὥσπερ τινὰς περιττωμάτων ἐκδρομὰς τὰ ... ἀποτέμνοντες πταίσματα Cyr.Al.Ep.Fest.6.8.24.
2 salida, quizá puerta en saliente en una muralla SEG l.c., cf. Hsch.s.u. διήλυσις.
Greek Monolingual
η (AM ἐκδρομή)
1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση
2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ.
μσν.
1. (για χρόνο) πέρασμα
αρχ.
1. εξόρμηση, έφοδος
2. το σύνολο τών ατόμων που επιχείρησαν εξόρμηση ή έξοδο
3. (για πράγμ.) έξοδος, κίνηση προς τα έξω
4. (για ετήσιους ανέμους) η έναρξη της πνοής τους
5. (για υγρά) εκροή
6. (για φυτά) αναβλάστηση
7. παρέκβαση στον λόγο
8. προκαταβολή
9. θάνατος
10. βλαστός, κλαδί.
Greek Monotonic
ἐκδρομή: ἡ,
1. έξοδος, εξόρμηση, επέλαση, έφοδος, σε Ξεν.
2. ομάδα ακροβολιστών, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδρομή: ἡ1) стремительная вылазка, набег, нападение Xen.: ἐκδρομαῖς χρήσεσθαι πρός τι Plut. совершать набеги на что-л.;
2) pl. Thuc. = ἔκδρομοι.