ὀρνιθολόχος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Dor. ὀρνῑχ-, ὁ
A, (λοχάω) bird-catcher, fowler, Pi.I.1.48, which passage is cited with ὀρνιθολόχῳ by Plu.2.473a, but with ὀρνιθολόγῳ (wrongly) in ib.406c.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχολόχος, Pind. I. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθολόχος: -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, (λοχάω) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, λόχος.
Greek Monolingual
ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος / -ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμο-λόχος)].
Greek Monotonic
ὀρνῑθολόχος: Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ (λοχάω), = το προηγ., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθολόχος: дор. ὀρνῑχολόχος ὁ птицелов Plut.